Jump to content

pol77

Reviewers
  • Posts

    11.379
  • Εγγραφή

  • Τελευταία Επίσκεψη

  • Ημέρες που κέρδισε

    10

Everything posted by pol77

  1. pol77

    Elgato Stream Deck + Review

    Αν αναφέρεσαι στην οθόνη πάνω από τους ατέρμονους περιστροφικούς κωδικοποιητές, με την παρούσα έκδοση του λογισμικού Stream Deck δεν λειτουργεί αυτόνομα αλλά μόνο ως τμήμα της λειτουργίας που έχει ανατεθεί τους κωδικοποιητές. Φυσικά ως hardware μπορεί να κάνει αυτό που ζητάς αλλά είναι θέμα της Elgato / Corsair αν θα θελήσουν να το υποστηρίξουν στο μέλλον ή αν κάποιος θα κυκλοφορήσει κάποιο σχετικό Plugin.
  2. Εισαγωγή Με τους πρώτους PCIe 5.0 SSDs να έχουν κάνει την εμφάνισή τους, είναι σαφές ότι βρισκόμαστε στα πρόθυρα ενδεχομένως σημαντικών εξελίξεων στο χώρο των αποθηκευτικών συσκευών. Εν τούτοις, οι επιλογές είναι ακόμα ιδιαίτερα περιορισμένες και τα κόστη δυσανάλογα σε σχέση με τα οφέλη. Από την άλλη μεριά, οι PCIe 4.0 SSDs έχουν πλέον ωριμάσει και οι περισσότερες εταιρίες προσφέρουν προϊόντα με καλές επιδόσεις και απαλλαγμένα από τις βρεφικές τους ασθένειες. Στον πάγκο των δοκιμών έχουμε σήμερα τον Corsair MP600 PRO NH 2TB PCIe 4.0 NVME SSD, τον αντικαταστάτη του Corsair MP600 PRO 2TB που είχαμε δει πριν από περίπου 2 χρόνια. Πάμε λοιπόν να δούμε πώς θα σταθεί απέναντι στο προκάτοχό του αλλά και τους κορυφαίους PCIe 4.0 SSDs της αγοράς. Από τη Συσκευασία μέχρι το Πυρίτιο - Τι ακριβώς αγοράζουμε Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο Corsair MP600 PRO NH 2TB έρχεται σε ένα χαρτονένιο, ιλουστρασιόν κουτί που φέρει μια φωτογραφία του προϊόντος και αναφέρει τα βασικά του χαρακτηριστικά. Τα μόνα "παρελκόμενα" που βρίσκουμε εντός του κουτιού είναι 1 φυλλάδιο με πληροφορίες ασφαλείας και 1 χαρτάκι με ένα QR Code που οδηγεί σε ένα Quick Start Guide με γενικές πληροφορίες για τον τρόπο εγκατάστασης ενός M.2 SSD. To drive έρχεται καλά προστατευμένο μέσα σε διαφανές πλαστικό. Ο Corsair MP600 PRO NH 2TB έχει το τυπικό M.2 2280 form factor και μαύρo PCB. Η επάνω επιφάνεια καλύπτεται ως επί το πλείστον από ένα αυτοκόλλητο που φέρει το όνομα του μοντέλου ενώ στο κάτω μέρος βρίσκουμε ένα αυτοκόλλητο με τις πιστοποιήσεις, τη χώρα κατασκευής (Taiwan) και τη χωρητικότητα του drive. Από τις παραπάνω φωτογραφίες είναι εμφανές ότι στο μοντέλο των 2TB η κάτω επιφάνεια δε φέρει ηλεκτρονικά και συνεπώς τα πάντα βρίσκονται κάτω από το αυτοκόλλητο της επάνω επιφάνειας του Corsair MP600 PRO NH 2TB. Ας αφαιρέσουμε λοιπόν το αυτοκόλλητο για να δούμε τα στοιχεία που συνθέτουν τον Corsair MP600 PRO NH 2TB. Αυτά είναι 4 NAND chips, 1 DRAM cache chip και ο controller, καθώς επίσης και ένα μικρό chip που ελέγχει την τροφοδοσία του drive. Ο ελεγκτής είναι ο Phison PS5018-E18 του οποίου το interface είναι το PCIe Gen4x4 NVMe, οι υποστηριζόμενες χωρητικότητες έως 8TB και οι ταχύτητες φτάνουν τα Sequential Read/Write (up to): 7.400/7.000 MB/s και Random Read/Write (up to): 1.000.000/1.000.000 IOPS. Η μέγιστη θερμοκρασία λειτουργίας (Tj max) είναι οι 125°C, ενώ το Datasheet μας λέει ότι υποστηρίζονται End-To-End Data Path Protection και SmartECC, καθώς επίσης και πρωτόκολλα ασφαλείας AES 128/256 bit, SHA 160/256/512, RSA 4096, TCG & Opal 2.0, Pyrite, Sanitize and Crypto Erase. H cache του drive παρέχεται από το DRAM chip της SKhynix με κωδικό H5AN8G6NDJR-XNC το οποίo είναι χωρητικότητας 8Gb, δηλαδή 1GB , προσφέροντας συνολικά 1GB cache στον ελεγκτή. Αυτό σημαίνει ότι ο Corsair MP600 PRO NH 2TB διαθέτει τη μισή cache από τον προκάτοχό του, Corsair MP600 PRO 2TB, αλλά τουλάχιστον πρόκειται για ταχύτερη μνήμη cache καθώς εκείνη του Corsair MP600 PRO 2TB έχει συχνότητα λειτουργίας τα 2666MHz ενώ η cache του Corsair MP600 PRO NH 2TB λειτουργεί στα 3200MHz. Τα NAND chips που χρησιμοποιεί ο Corsair MP600 PRO NH 2TB φέρουν τον κωδικό TABHG95AYV. Δυστυχώς, παρά την εκτεταμένη έρευνα, δεν μπόρεσα να βρω το πλήρες Datasheet για τα συγκεκριμένα NAND chips, είναι όμως κατά πάσα πιθανότητα (βάση του κωδικού) κατασκευασμένα από την Toshiba. Πρόκειται για 3D TLC NAND και η χωρητικότητα του κάθε ενός από τα συγκεκριμένα NAND chips είναι 4196Gb, ή αλλιώς 512GB. Εφ' όσον o Corsair MP600 PRO NH 2TB διαθέτει 4 τέτοια chips, η συνολική του χωρητικότητα φτάνει τα 2TB. Την τροφοδοσία όλων των παραπάνω ελέγχει ένα μικρό chip που βρίσκεται κοντά στον controller και είναι επίσης κατασκευασμένο από τη Phison, το Phison PS6108-22. Τεχνικά Χαρακτηριστικά Τα τεχνικά χαρακτηριστικά του Corsair MP600 PRO NH 2TB, ακριβώς όπως αναφέρονται στην ιστοσελίδα της Corsair, φαίνονται στον παρακάτω πίνακα. Το Drive διαθέτει υψηλή ταχύτητα ανάγνωσης, ίδια ακριβώς με αυτή του Corsair MP600 PRO 2TB χωρίς να είναι η υψηλότερη που έχουμε δει, αλλά υστερεί στην ταχύτητα εγγραφής έναντι του προκατόχου του. Διαθέτει όμως περισσότερα IOPS που έχουν μεγαλύτερη σημασία στην πραγματική χρήση. Μάλιστα, τα Write IOPS αναφέρονται στα 1,2M IOPS που είναι περισσότερα από το θεωρητικό μέγιστο του ελεγκτή. Στα θετικά στοιχεία καταγράφονται το 1400TBW και το AES 256-bit hardware encryption καθώς και η 5ετής εγγύηση. Συνοδευτικό Λογισμικό Το λογισμικό που συνοδεύει τους SSDs της Corsair, ονομάζεται Corsair SSD Toolbox. Σε αντίθεση με την εξαιρετική δουλειά πού έχει κάνει η Corsair με το iCue, το Corsair SSD Toolbox έχει μείνει χωρίς ουσιαστική εξέλιξη εδώ και αρκετά χρόνια, κάτι που είναι άμεσα εμφανές από το ξεπερασμένο αισθητικά interface του. Η πλοήγηση γίνεται από το κάθετο μενού στα αριστερά και περιλαμβάνει 6 καρτέλες. Στην πρώτη, που ονομάζεται Drive Information (πληροφορίες για το drive), βλέπουμε τα βασικά στοιχεία του κάθε συνδεδεμένου drive και, εφ' όσον αυτό υποστηρίζεται από το πρόγραμμα, μπορούμε να κάνουμε και Firmware Update. Ο έλεγχος του firmware είναι άμεσος και online, απλοποιώντας τη διαδικασία και ελαχιστοποιώντας πιθανά λάθη του χρήστη. Η δεύτερη καρτέλα που ονομάζεται Overprovision αφορά το manual Over Provisioning, κάτι που δεν υποστηρίζεται από τον Corsair MP600 PRO NH 2TB, είτε πριν είτε και μετά το partitioning του drive. Η τρίτη καρτέλα, S.M.A.R.T. Status (κατάσταση του S.M.A.R.T.) μας δίνει πληροφορίες για την κατάσταση του drive, όπως την υγεία του και το σύνολο των αναγνώσεων και εγγραφών που έχει συνολικά πραγματοποιήσει. Σε αυτήν την καρτέλα θα προτιμούσαμε σαφώς μια πιο εύληπτη παρουσίαση για τον μη ειδικό χρήστη και όχι μια ξερή παρουσίαση των περιεχομένων του S.M.A.R.T. table. Η τέταρτη καρτέλα λέγεται Disk Clone (κλωνοποίηση δίσκου) και περιέχει ένα απλό Disk Cloning εργαλείο το οποίο δυστυχώς δεν υποστηρίζει το cloning ούτε από ούτε προς τον Corsair MP600 PRO NH 2TB. Η πέμπτη καρτέλα που ονομάζεται Optimize (βελτιστοποίηση), περιέχει την εντολή ενεργοποίησης του TRIM, κάτι που στον Corsair MP600 PRO NH 2TB ελέγχεται από τα Windows και δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί κατά βούληση από το χρήστη. Η έκτη και τελευταία καρτέλα με το όνομα Secure Wipe (ασφαλής καθαρισμός) περιέχει ένα εργαλείο ασφαλούς διαγραφής των περιεχομένων του drive, με τρόπο ώστε η επαναφορά τους να είναι αδύνατη. Μετά από τη σχετική προειδοποίηση... Το εργαλείο φαίνεται να κάνει πραγματικό wipe, sector by sector, κάτι που είναι παράξενο για SSD, καθώς το secure wipe που έχω δει γενικά σε SSD είναι συνολικό και στιγμιαίο. Αυτό με κάνει να υποθέτω ότι πιθανώς όχι μόνο σβήνει τα περιεχόμενα του drive αλλά όντως γράφει από πάνω τους, σαν να πρόκειται για secure wipe μηχανικού δίσκου. Αν ισχύει κάτι τέτοιο, η λειτουργία αυτή καταναλώνει άνευ λόγου κύκλους εγγραφών της NAND του drive. Τα 3 εικονίδια πάνω αριστερά, κάτω από το σήμα της Corsair, αφορούν τη λειτουργία βοήθειας, που εξηγεί κάποιες λειτουργίες του προγράμματος, τις πληροφορίες της έκδοσης του προγράμματος και την ανανέωση της λίστας των drives. Η πρώτη και τελευταία λειτουργία είναι αυτονόητες και δεν έχουμε να σχολιάσουμε κάτι σχετικά, αλλά η δεύτερη, εκτός από το να μας δείξει την έκδοση του προγράμματος, παρέχει και τη δυνατότητα ελέγχου για ύπαρξη νεότερης έκδοσης. Συνολικά, το Corsair SSD Toolbox κάνει λίγα και βασικά πράγματα. Επιτρέπει τον έλεγχο για αναβαθμισμένη έκδοση του firmware online και πραγματοποιεί την αναβάθμιση όταν υπάρχει, διαβάζει το S.M.A.R.T. του drive και πραγματοποιεί μια ύποπτη διαδικασία secure wipe. Θα ήθελα να δω μια ανανεωμένη έκδοση, με μοντέρνο interface, μεγαλύτερη φιλικότητα προς το χρήστη και φυσικά πλήρη λειτουργικότητα. Σύστημα Δοκιμών και Μεθοδολογία Παρακάτω βλέπετε τις πλήρεις προδιαγραφές του συστήματος δοκιμών. Το λειτουργικό σύστημα πάνω στο οποίο γίνονται οι δοκιμές είναι τα Windows 11 Pro. Οι δοκιμές στις οποίες θα υποβάλω τον Corsair MP600 PRO NH 2TB χωρίζονται σε 6 κατηγορίες: Δοκιμασίες πραγματικής ελαφριάς χρήσης. Δοκιμασίες πραγματικής κανονική χρήσης. Δοκιμασίες πραγματικής εξαιρετικά βαριάς χρήσης. Δοκιμασίες σε πραγματική χρήση gaming. Συνθετικά benchmarks. Ανάλυση σε βάθος. Οι μετρήσεις θα συγκριθούν με τον Corsair MP600 PRO 2TB, τον Samsung 980 Pro 1TB, τον Samsung 990 Pro 2TB και τον Western Digital Black SN850X 1TB. Θα συγκρίνουμε συνεπώς τον Corsair MP600 PRO NH 2TB τόσο με τον προκάτοχό του, όσο και με τα κορυφαία drives της αγοράς. Μείνετε συντονισμένοι. Μετά τις δοκιμές ακολουθεί σχολιασμός, βαθμολογία και συμπεράσματα. Δοκιμασίες Ελαφριάς Χρήσης Για να δοκιμάσω τον Corsair MP600 PRO NH 2TB σε πραγματική ελαφριά χρήση, όπως εργασία γραφείου, internet browsing, άνοιγμα φωτογραφιών κλπ, χρησιμοποίησα το Quick Systerm Drive Benchmark του PCMark 10, καθώς το συγκεκριμένο benchmark προσομοιώνει την πραγματική χρήση στα παραπάνω σενάρια. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι ο Corsair MP600 PRO NH 2TB είναι σημαντικά ταχύτερος του προκατόχου του, Corsair MP600 PRO 2TB, παρά το γεγονός ότι διαθέτει τη μισή DRAM cache. Είναι επίσης ταχύτερος του Samsung 980 Pro, αλλά δεν μπορεί να φτάσει τις επιδόσεις των 2 ταχύτερων PCIe 4.0 drives της αγοράς, δηλαδή του Samsung 990 Pro και του Western Digital Black SN850X. Δοκιμασίες Κανονικής Χρήσης Την ίδια ακριβώς κατάταξη έχουμε και στο PCMark 10 Full System Drive Benchmark που προσομοιώνει πραγματική χρήση του drive σε πιο απαιτητικές καθημερινές εργασίες. Δοκιμασίες Εξαιρετικά Βαριάς Χρήσης Αποφάσισα να δοκιμάσω τον Corsair MP600 PRO NH 2TB και με το PCMark 10 Drive Performance Consistency Test. Η συγκεκριμένη δοκιμασία είναι πραγματικά άνευ σημασίας για τη μεγάλη πλειοψηφία των οικιακών χρηστών και προσομοιάζει πολύ περισσότερο τη χρήση σε περιβάλλον διακομιστή (server) καθώς βασανίζει το drive ασταμάτητα επί ώρες, γράφοντας πάνω από 20TB συνεχόμενα και χωρίς διάλλειμα, κάτι που δε θα συμβεί ποτέ σε οικιακή χρήση. Στην περίπτωση αυτή, ο Corsair MP600 PRO NH 2TB έπεσε κάτω από τον προκάτοχό του σε επιδόσεις. Βλέπουμε ότι τα drives της Samsung κυριαρχούν εδώ, ειδικά ο Samsung 990 Pro, ενώ ο κατά τα άλλα άριστος Western Digital Black SN850X δεν τα πήγε καθόλου καλά και πήρε την τελευταία θέση στην κατάταξη. Θυμίζω ξανά ότι η συγκεκριμένη δοκιμασία δεν αφορά παρά ελάχιστες περιπτώσεις χρηστών που σαφώς θα έκαναν καλύτερα ούτως ή άλλως να στραφούν σε κάποιο enterprise drive για τέτοιου είδους χρήση. Γι' αυτόν τον λόγο σκέφτομαι να μην συμπεριλαμβάνω στο εξής αυτή τη δοκιμασία στα reviews των SSDs. Πείτε μου τη γνώμη σας στα σχόλια: Σας ενδιαφέρει η συγκεκριμένη δοκιμασία και θέλετε να περιλαμβάνεται στα reviews ή όχι και γιατί. Δοκιμασίες σε Χρήση Gaming Κάτι που ενδιαφέρει αναμφίβολα πολλούς χρήστες είναι οι επιδόσεις των SSDs στο Gaming και εδώ ο Corsair MP600 PRO NH 2TB πήρε τη φυσική του θέση, δηλαδή πάνω από τον προκάτοχό του, Corsair MP600 PRO 2TB, και τον Samsung 980 Pro αλλά κάτω από τους κορυφαίους Samsung 990 Pro και Western Digital SN850X. Αξιοσημείωτο είναι δε ότι συγκεκριμένα στη δοκιμασία αποθήκευσης παιχνιδιού (save game) είχε την καλύτερη επίδοση από όλα τα drives. Και κάπου εδώ τελειώνει όλη η ουσία των δοκιμών. Τα όποια συμπεράσματα σχετικά με τις επιδόσεις του Corsair MP600 PRO NH 2TB πρέπει να προκύψουν από τα παραπάνω και μόνο. Παρ΄ όλα αυτά, αποφάσισα να παραθέσω τα αποτελέσματα από κάποια δημοφιλή συνθετικά benchmark που μπορεί κάποιοι χρήστες να βρούνε χρήσιμα. Συνθετικά Benchmarks Ξεκινάμε με το ATTO Disk Benchmark. To ATTO είναι το μακράν πιο γενναιόδωρο benchmark όσον αφορά τα αποτελέσματα ταχύτητας και γι' αυτό οι περισσότερες εταιρείες το χρησιμοποιούν για να δηλώσουν τις μέγιστες επιδόσεις σειριακής ανάγνωσης και εγγραφής των drives τους. Ο Corsair MP600 PRO NH 2TB ξεκινάει με εξαιρετικές επιδόσεις που στις αναγνώσεις αγγίζουν τις υποσχόμενες από την εταιρία. Απρόσμενα όμως, οι επιδόσεις των εγγραφών ξεπερνούν κατά πολύ τις προδιαγραφές που είδαμε στην ιστοσελίδα της εταιρίας. Το μόνο συμπέρασμα που θα μπορούσα να εξάγω είναι ότι πρόκειται για κάποιο λάθος στον πίνακα των τεχνικών χαρακτηριστικών που μας δίνει η Corsair και που θα ήταν καλό να διορθωθεί. Η ίδια όμως ταχύτητα εγγραφής αναγράφεται και στη συσκευασία του προϊόντος, οπότε είναι μάλλον απίθανο να πρόκειται για λάθος. Πιθανώς να αναβαθμίστηκε σιωπηρά η NAND που χρησιμοποιεί ο Corsair MP600 PRO NH 2TB με αποτέλεσμα τις καλύτερες επιδόσεις που βλέπουμε, χωρίς να ενημερωθεί το υλικό του marketing, είτε για πρακτικούς λόγους είτε για να υπάρχει η ευελιξία επιστροφής στο προηγούμενο εξάρτημα πάνω στο οποίο βασίστηκαν οι προδιαγραφές. Σε κάθε περίπτωση αυτό είναι μια εικασία και το μόνο που μπορώ να πω σίγουρα είναι ότι το δείγμα που έχω στα χέρια μου ξεπερνάει τις προδιαγραφές του προϊόντος όσον αφορά την μέγιστη ταχύτητα εγγραφής. Οι επιδόσεις είναι παρόμοιες με αυτές που είχαμε δει στον Corsair MP600 PRO 2TB. Παρακάτω παραθέτω τα αποτελέσματα και των άλλων drives, για σύγκριση. Ακολουθούν τα αποτελέσματα του CrystalDiskMark 8.04. Στη συνέχεια βλέπουμε τα αποτελέσματα του AS SSD Benchmark. Στο Anvil's Storage Utilities benchmark ο Corsair MP600 PRO NH 2TB απρόσμενα πέτυχε το υψηλότερο σκορ. Τέλος, τα AIDA64 Average Read και Write Access καθώς και τα HD Tune Pro Random Read και Write Access δείχνουν την αμεσότητα στην απόκριση των drives. Όπως ήδη ανέφερα, τα συνθετικά benchmarks έχουν ιδιαιτέρως περιορισμένη σημασία στην εκτίμηση των πραγματικών επιδόσεων και έτσι δε θεωρώ ότι πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπ' όψιν. Πείτε μου στα σχόλια αν θέλετε να τα συμπεριλαμβάνω σε μελλοντικά SSD reviews και γιατί. Ανάλυση σε βάθος Σε αυτό το τμήμα του review, θα χρησιμοποιήσουμε κάποιες πιο εξειδικευμένες δοκιμασίες για να δούμε τη συμπεριφορά του drive με περισσότερη λεπτομέρεια. Συγκεκριμένα θα χρησιμοποιήσουμε το Disk Benchmark του AIDA64. Στο πρώτο διάγραμμα βλέπουμε την ταχύτητα ανάγνωσης σε όλη την έκταση του drive. Βλέπουμε ότι εδώ ο Corsair MP600 PRO NH 2TB τα πήγε σημαντικά καλύτερα από τον προκάτοχό του. Ακολουθούν τα αποτελέσματα των άλλων drives. Φαίνεται ότι στη δοκιμασία αυτή, ο Corsair MP600 PRO NH 2TB είναι το ταχύτερο από τα 5 drives. Οι εγγραφές αποκαλύπτουν τη γνωστή πονεμένη ιστορία όλων των SSD που χρησιμοποιούν TLC. Βλέπετε, οι TLC NAND δεν έχουν καλές ταχύτητες εγγραφής. Γι' αυτό οι εταιρείες δε διαφημίζουν ποτέ αυτή την ταχύτητα. Αντιθέτως, χρησιμοποιούν ένα μέρος της TLC NAND σε λειτουργία SLC. Όπα φίλε, μισό λεπτό! Τι είναι αυτό το TLC και τι είναι το SLC που μας λες; OK, μικρή ανάλυση λοιπόν, για να είμαστε στην ίδια σελίδα. Να με συγχωρήσουν οι γνώστες και τελειομανείς που θα είναι πολύ εκλαϊκευμένη η εξήγηση και οι μη σχετικοί που θα είναι πολύ "επιστημονική", αλλά πρέπει να συναντηθούμε κάπου στη μέση. Το κάθε κελί μνήμης τύπου NAND, μπορεί να αποθηκεύσει μία ηλεκτρική τάση και να την κρατήσει εκεί. Στην περίπτωση του πρώτου τύπου NAND που χρησιμοποιήθηκε σε SSD, τον τύπο SLC (Single Level Cell) αν υπάρχει ηλεκτρική τάση, αυτό σημαίνει αξία 1 και αν δεν υπάρχει, αξία 0. Αυτό για τον υπολογιστή είναι ένα bit και 8 bits μας κάνουν ένα byte. Στην SLC NAND λοιπόν, κάθε κελί αποθηκεύει 1 bit και ο Controller έχει την πολύ εύκολη δουλειά να ξεχωρίσει ανάμεσα σε τάση και όχι τάση, πράγμα που γίνεται με πολύ μεγάλη ταχύτητα και ακόμη και αν το κελί έχει παλιώσει και φθαρεί. Συνεπώς η SLC NAND είναι πολύ γρήγορη και πολύ ανθεκτική στις εγγραφές που φθείρουν τα κελιά της. Αποθηκεύει όμως 1 μόνο bit ανά κελί. SLC NAND βρίσκαμε μόνο σε Enterprise level SSDs γιατί παρά τα πλεονεκτήματά της, είναι πολύ ακριβή. Και τώρα πλέον, ούτε καν εκεί. H MLC NAND αποθηκεύει 2 bit σε κάθε κελί. Ναι, αλλά εμείς είπαμε ότι το μόνο που αποθηκεύει ένα κελί NAND είναι μια ηλεκτρική τάση. Πώς λοιπόν μια ηλεκτρική τάση μπορεί να αντιστοιχιστεί σε 2 bit, δηλαδή σε ένα οποιονδήποτε διψήφιο συνδυασμό από 0 και 1; Απλό! Οι συνδυασμοί αυτοί κατά το νόμο των πιθανοτήτων είναι 22 δηλαδή 4 και συγκεκριμένα οι 00, 01, 10, και 11. Αν θεωρήσουμε ότι η απουσία ηλεκτρικής τάσης αντιστοιχεί στο 00, θα χρειαστούμε 3 διαφορετικές ηλεκτρικές τάσεις για να αντιστοιχίσουμε στις υπόλοιπες τιμές. Κάπως έτσι λειτουργεί η MLC. Είναι πλέον προφανές ότι η MLC θα λειτουργεί πιο αργά από την SLC, καθώς ο ελεγκτής θα πρέπει να ξεχωρίσει 4 διαφορετικές καταστάσεις του κάθε κελιού, συμπεριλαμβανομένων 3 διαφορετικών ηλεκτρικών τάσεων. Συνεπώς το σύστημα θα λειτουργεί πιο αργά και επιπλέον θα είναι πιο επιρρεπές στη φθορά των κελιών κατά τις εγγραφές και θα έχει μικρότερη διάρκεια ζωής. Εν τούτοις, η MLC NAND είναι εξαιρετική λύση για οικιακή χρήση, που όμως - δυστυχώς - εγκαταλήφθηκε πλέον από όλους τους κατασκευαστές, προκειμένου να μειώσουν το κόστος κατασκευής, χρησιμοποιώντας TLC (και σε κάποιες περιπτώσεις QLC) NAND. Η TLC NAND, που χρησιμοποιεί ο Corsair MP600 PRO NH 2TB, όπως και τα 4 drives με τα οποία τον συγκρίνουμε, αποθηκεύει 3 bit σε κάθε κελί! Αυτό σημαίνει 23 δηλαδή 8 διαφορετικούς συνδυασμούς (000, 001, 010, 100, 011, 110, 101, 111). Κατά αναλογία με πριν, έχουμε εκτός από την απουσία τάσης, 7 διαφορετικές τιμές που κάνει πολύ πιο δύσκολη τη δουλειά του Controller. Εδώ πλέον οι εγγραφές γίνονται πολύ αργές. Η δε φθορά των κελιών που προκαλείται από τους κύκλους εγγραφών είναι ακόμα πιο σημαντική και η ζωή των κελιών πολύ πιο μικρή. Για να το αντιμετωπίσουν αυτό οι εταιρείες και να κάνουν τη χρήση TLC NAND μια βιώσιμη λύση για τους SSD, χρησιμοποιούν κάποια τεχνάσματα που βασίζονται σε πολύπλοκους και ισχυρούς ελεγκτές και εξειδικευμένο firmware. Το πιο βασικό τέχνασμα είναι να χρησιμοποιούν ένα μέρος της ελεύθερης TLC NAND σε λειτουργία SLC, εν είδει cache. Δηλαδή οι εγγραφές πραγματοποιούνται στην SLC cache σε πραγματικό χρόνο και αργότερα, το drive με την ησυχία του περνάει τα δεδομένα στην πολύ πιο αργή TLC NAND. Φυσικά οι εταιρείες δεν το διαφημίζουν αυτό και ο μέσος χρήστης νομίζει ότι αγοράζει drive με ταχύτητες εγγραφής που μπορεί να πετύχει η NAND του drive όταν λειτουργεί ως SLC cache ενώ η αλήθεια είναι πολύ πιο πικρή. Γι' αυτό βλέπουμε TLC drives που είναι πολύ πιο οικονομικά από τα MLC να διαφημίζουν υψηλότερες ταχύτητες, αυτές της πολύ γρήγορης SLC cache, η οποία όμως όταν τελειώνει κατά τη διάρκεια μεγαλύτερων εγγραφών, ξαφνικά στέλνει τις επιδόσεις βόλτα και μάλιστα με τα πόδια! Πόση σημασία έχει αυτό στην πράξη; Μεγάλη κουβέντα και οι απόψεις διίστανται. Σε μια απλή χρήση που βασίζεται κυρίως σε αναγνώσεις και λίγες εγγραφές, τα TLC drives τα πάνε μια χαρά. Όταν τα πράγματα ζορίζουν και χρειάζονται μεγαλύτερες και συχνότερες εγγραφές που δε δίνουν χρόνο στην SLC cache των TLC drives να αδειάσει τα δεδομένα της και να είναι έτοιμη για την επόμενη χρήση, ίσως θα ήταν καλύτερη η χρήση ενός SSD με MLC NAND. Τώρα που ξέρουμε λοιπόν, ας πάμε να δούμε πώς συμπεριφέρεται ο Corsair MP600 PRO NH 2TB στις εγγραφές. Όπως βλέπουμε στο πρώτο γράφημα που αφορά τον Corsair MP600 PRO NH 2TB το drive ξεκινάει τις εγγραφές με εξαιρετική ταχύτητα, κοντά στα 5900MB/s. Καθώς το drive είναι εντελώς άδειο, έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει ένα πολύ μεγάλο μέρος της TLC NAND του ως SLC cache, που φαίνεται ότι είναι κοντά στο 38%. Στη συνέχεια η ταχύτητα εγγραφής πέφτει στην πραγματική ταχύτητα που μπορεί να δώσει η TLC NAND που χρησιμοποιεί το drive και που είναι κοντά στα 1000MB/s, με την ελάχιστη ταχύτητα που καταγράφηκε να είναι τα 745,8MB/s. Όλα αυτά βέβαια είναι θέμα επιλογών της εταιρίας στο firmware αλλά σε κάθε περίπτωση θα χειροτερεύουν όσο περισσότερο γεμίζουμε το drive. Όσο πιο γεμάτο είναι τo drive, τόσο λιγότερη περίσσεια NAND θα έχει για να τη χρησιμοποιεί σε μορφή SLC cache και όλο και περισσότερο θα βασίζεται στην πραγματική ταχύτητα της TLC NAND που φαίνεται στο τελευταίο μέρος του γραφήματος. Πάντως διακρίνουμε μια σαφέστατη βελτίωση του Corsair MP600 PRO NH 2TB σε σχέση με τον προκάτοχό του, Corsair MP600 PRO 2TB, παρά τη χρήση του ίδιου controller και της μισής cache, κάτι που μπορεί να οφείλεται κυρίως στα προφανώς ταχύτερα NAND chips που χρησιμοποιήθηκαν καθώς και ενδεχομένως, σε μικρότερο βαθμό, σε optimizations στο firmware. Ακολουθούν τα αποτελέσματα των άλλων drives. Πείτε μου στα σχόλια αν θεωρείτε αυτού του είδους την εις βάθος ανάλυση χρήσιμη και αν θέλετε να περιλαμβάνεται στα επόμενα SSD reviews ή όχι. Συμπεράσματα και βαθμολογία - Το δια ταύτα Κάπως έτσι φτάσαμε στην ώρα του απολογισμού και των συμπερασμάτων. Σε αυτούς που πηδάνε από την εισαγωγή στον επίλογο, να πω ότι δεν έχετε καμία ελπίδα. Είναι τόσο πολλά αυτά που έχουμε αναλύσει για τον Corsair MP600 PRO NH 2TB που ο επίλογος σε καμία περίπτωση δε φτάνει για να τα συνοψίσουμε και να τα καταλάβετε. Γυρίστε πίσω λοιπόν και τα ξαναλέμε εδώ σε λίγο. Για όσους διάβασαν κανονικά το review, έχετε ήδη καταλάβει ότι ο Corsair MP600 PRO NH 2TB αποτελεί μια σαφή αναβάθμιση έναντι του προκατόχου του, Corsair MP600 PRO 2TB. Είναι δε ένα drive με πολύ καλή ποιότητα κατασκευής, ωραία εμφάνιση, 5ετή εγγύηση και προδιαγραφές για να γράψει 1400ΤΒ στη διάρκεια της ζωής του. Διαθέτει επίσης end-to-end data protection για την εξασφάλιση των δεδομένων σας, pyrite/OPAL AES 256-bit encryption για την κρυπτογράφησή τους και θερμικό έλεγχο για τη μακροζωία του drive. Βασίζεται στον controller Phison PS5018-E18 και διαθέτει 1GB DDR4 3200MHz cache της SKHynix και 2ΤΒ 3D TLC NAND της Toshiba. Τη στιγμή εγγραφής αυτού του review, η χαμηλότερη τιμή που μπόρεσα να εντοπίσω στην Ελληνική αγορά για τον Corsair MP600 PRO NH 2TB ήταν τα 193,90€. Σε σχέση με τα 240€ που κοστίζει ο Samsung 990 Pro 2TB, που είναι πιο γρήγορος αλλά έχει χαμηλότερο TBW στα 1200 έναντι των 1400 του Corsair MP600 PRO NH 2TB, είναι μια τίμια επιλογή. Από την άλλη, ο Western Digial SN850X 2TB κοστίζει 192,22€ και αποτελεί μια δελεαστική εναλλακτική καθώς είναι ταχύτερος του Corsair MP600 PRO NH 2TB αλλά έχει επίσης χαμηλότερο TBW στα 1200 έναντι των 1400 του Corsair MP600 PRO NH 2TB, οπότε πρόκειται ουσιαστικά για επιλογή μεταξύ λίγο μεγαλύτερης ταχύτητας ή λίγο μεγαλύτερης αντοχής στο ίδιο κόστος. Ας συνοψίσουμε τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του Corsair MP600 PRO NH 2TB: Πλεονεκτήματα + Πολύ καλές επιδόσεις. + 5ετής εγγύηση. + 1400TBW. + End-to-end data protection. + Pyrite/OPAL AES 256-bit encryption. Μειονεκτήματα - Κόστος σε σχέση με τον Western Digital SN850X 2TB. - Το συνοδευτικό λογισμικό χρειάζεται επειγόντως ανανέωση. Με βάση τα παραπάνω, η συνολική βαθμολογία του Corsair MP600 PRO NH 2TB είναι:  theLAB.gr Ευχαριστούμε θερμά την Corsair για την παραχώρηση του δείγματος της δοκιμής. Πολύμερος Αχανιώτης 27/03/2023
  3. Εισαγωγή Το 2017 η Elgato κυκλοφόρησε το Elgato Stream Deck με 15 προγραμματιζόμενα πλήκτρα - οθόνες και η επιτυχία του οδήγησε στην μετέπειτα κυκλοφορία μίας έκδοσης με 6 πλήκτρα - οθόνες, του Elgato Stream Deck Mini (2018) και μίας με 32, του Elgato Stream Deck XL (2019). Από to 2017 έχουν περάσει 6 χρόνια και η σημαντική εξέλιξη του συνοδευτικού λογισμικού έχει εκτοξεύσει τη χρηστικότητα των παραπάνω συσκευών, οι οποίες σε αντίθεση με το σύνηθες στο χώρο της πληροφορικής, μοιάζουν ως μια καλή μακροχρόνια επένδυση. Στις 15 Νοεμβρίου του 2022 η Elgato ανακοίνωσε το νεότερο μέλος της σειράς των Stream Decks, το Elgato Stream Deck +. Το Elgato Stream Deck + χρησιμοποιεί την ίδια λογική των πλήκτρων - οθονών που έκαναν επιτυχημένους τους προκατόχους του, αλλά προσθέτει και μία οθόνη αφής καθώς και 4 ατέρμονους περιστροφικούς κωδικοποιητές, αυξάνοντας εντυπωσιακά τις δυνατότητες και την ευελιξία του προϊόντος. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ξεκούτιασμα Το Elgato Stream Deck + έρχεται σε ένα χαρτονένιο, ιλουστρασιόν κουτί όπου κυριαρχούν οι κλασσικές μπλε αποχρώσεις της Elgato και, φυσικά, προβάλλονται τα βασικά χαρακτηριστικά του προϊόντος. Ανοίγοντας το κουτί, το πρώτο που βλέπουμε είναι το λογότυπο της εταιρίας, κομμένο από το μαύρο χαρτόνι. Εξαιρετική παρουσίαση και premium αίσθηση, όπως προσφέρει πάντα η Elgato. Τα 2 κοψίματα - εσοχές στην περιφέρεια επιτρέπουν την εύκολη αφαίρεση του φέροντος το λογότυπο τμήματος. Το οποίο αποκαλύπτεται να είναι ένα κουτί που περιέχει το Quick Start Guide και τις οδηγίες ασφαλείας. Το κουτί έχει ένα σαφώς σκόπιμο κενό στο κάτω μέρος του. Κάτι που είναι απαραίτητο για να χωρέσουν οι 4 περιστροφικοί κωδικοποιητές που προεξέχουν από την πρόσοψη του Elgato Stream Deck +. Αφαιρούμε και το προστατευτικό ύφασμα και βλέπουμε τον εξαιρετικό τρόπο που επέλεξε η Elgato για να μας παρουσιάσει το Elgato Stream Deck +. Οι ίδιες 2 εσοχές στην περιφέρεια κάνουν εύκολη την αφαίρεση της συσκευής ενώ κάτω από αυτή κρύβεται το διαμέρισμα που περιέχει το καλώδιο. Το καλώδιο είναι 158.5 cm, αρκετά μακρύ για τις περισσότερες περιπτώσεις χρήσης, και φέρει βύσμα τύπου USB A από την πλευρά που συνδέεται στον υπολογιστή και USB C από την πλευρά της συσκευής. Είναι ποιοτικό και sleeved και καθώς είναι αφαιρούμενο, μπορεί να αντικατασταθεί σε περίπτωση φθοράς ή ακόμα και με κάποιο μακρύτερο, αν χρειάζεται. Η συσκευή είναι στα ίδια υψηλά πρότυπα ποιότητας όσο τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας που είχαμε δει. Στο εμπρός μέρος βλέπουμε το λογότυπο της εταιρίας και τα 8 πλήκτρα - οθόνες που είναι μεγαλύτερα από αυτά που είχαμε δει στα προηγούμενα Stream Decks. Κάτω από αυτά έχουμε μια επιμήκη οθόνη αφής και κάτω από αυτήν 4 ατέρμονους περιστροφικούς κωδικοποιητές που είναι ταυτόχρονα και πλήκτρα. Το πίσω μέρος είναι λιτό και κομψό, με το λογότυπο της εταιρίας στη βάση να έχει φινίρισμα - καθρέπτη και τις πιστοποιήσεις στο πίσω μέρος του κυρίως μέρους της συσκευής. Πάνω από τις πιστοποιήσεις βρίσκουμε τη θύρα σύνδεσης που είναι τύπου USB C. Στο πλάι βλέπουμε ένα τριγωνικό κενό που δημιουργείται ανάμεσα στο εμπρός μέρος και βάση. Το τμήμα της βάσης που ακουμπάει στο γραφείο καλύπτεται από μια μεμβράνη την οποία αφαιρούμε για να αποκαλύψουμε μια μεγάλη ελαστική επιφάνεια. Η επιφάνεια αυτή θα εξασφαλίσει την απόλυτη σταθερότητα της συσκευής κατά τη χρήση. Τεχνικά Χαρακτηριστικά Τα τεχνικά χαρακτηριστικά του Elgato Stream Deck +, όπως τα αναφέρει η κατασκευάστρια εταιρία στην ιστοσελίδα της, φαίνονται στον παρακάτω πίνακα. Η συσκευή δεν έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις όσον αφορά την ταχύτητα διασύνδεσης και έτσι αρκεί το πρότυπο USB 2.0. Ποιότητα Κατασκευής Όσον αφορά την ποιότητα κατασκευής, όπως έχουμε συνηθίσει από την Elgato, δεν μπορεί να υπάρχει κάποιο παράπονο. Τόσο τα υλικά όσο και η συναρμογή είναι εξαιρετικά. Οθόνες και ατέρμονοι περιστροφικοί επιλογείς Οι οθόνες των πλήκτρων του Elgato Stream Deck + είναι αρκετά ποιοτικές και ευχάριστες στη χρήση, χωρίς να προβληματίζουν στη θέαση υπό γωνία. Η ανάλυσή τους είναι επαρκής για το μέγεθός τους. Καθώς τα πλήκτρα - οθόνες του Elgato Stream Deck + είναι μεγαλύτερα από των προηγούμενων μοντέλων, έχει αυξηθεί αντίστοιχα και η ανάλυση για να διατηρηθεί παρόμοιo ppi. Εδώ βλέπουμε μια κοντινή φωτογραφία ενός πλήκτρου - οθόνης του Elgato Stream Deck +. Και εδώ του Elgato Stream Deck XL, για σύγκριση. Η οθόνη αφής του Elgato Stream Deck + είναι επίσης καλής ποιότητας και δίνει παρόμοια αίσθηση με τις οθόνες των πλήκτρων, εξασφαλίζοντας μια ομοιόμορφη και ευχάριστη εμπειρία χρήσης. Δεν έχω αποσυναρμολογήσει τη συσκευή, αλλά δε θα μου φανεί καθόλου παράξενο αν εσωτερικά έχει μία μόνο μεγάλη οθόνη και πάνω σε αυτή πατάνε τα διάφανα πλήκτρα, ενώ το κάτω μέρος της ίδιας οθόνης είναι ουσιαστικά η επιμήκης οθόνη αφής του Elgato Stream Deck +. Οι περιστροφικοί κωδικοποιητές δείχνουν υψηλής ποιότητας. Είναι ατέρμονοι, βηματικοί, με μικρό βήμα και καλό επίπεδο αντίστασης. Η υφή των καλυμμάτων τους είναι ευχάριστη στο άγγιγμα και εξασφαλίζει τη χρήση χωρίς γλίστρημα. Τα καλύμματα των περιστροφικών κωδικοποιητών είναι αφαιρούμενα και μπορούν να αντικατασταθούν από διαφορετικού χρώματος σετ που διατίθενται από την εταιρία. Υπάρχουν 6 διαθέσιμα χρώματα: Μπλε, κόκκινο, χρυσαφί, ασημί, ροζ και μωβ. Συνδεσιμότητα - Εγκατάσταση Η σύνδεση του Elgato Stream Deck + είναι εξαιρετικά απλή, καθώς μπορεί να γίνει με το παρεχόμενο καλώδιο ή και οποιοδήποτε USB C σε USB A ή USB C σε USB C καλώδιο. Το επόμενο βήμα είναι η εγκατάσταση του σχετικού λογισμικού, του Stream Deck. Λογισμικό - Stream Deck Το μεγάλο ατού του Elgato Stream Deck + είναι το λογισμικό του, που ονομάζεται Stream Deck. Το Stream Deck το είχαμε δει αναλυτικά σε προηγούμενα reviews αλλά με τον καιρό οι δυνατότητές του αυξήθηκαν και η πλήρης ανάλυσή τους δεν αποτελεί στόχο του παρόντος review. Θα επικεντρωθώ λοιπόν στα βασικά και κυρίως στις ιδιαίτερες δυνατότητες που προσφέρει μέσω αυτού το Elgato Stream Deck +. Ανοίγοντας το Stream Deck και επιλέγοντας το Stream Deck + από το μενού των διαθέσιμων συνδεδεμένων συσκευών πάνω αριστερά... ...βλέπουμε μία επί οθόνης αναπαράσταση της συσκευής, ενώ στα δεξιά έχουμε 2 κατηγορίες λειτουργιών, αυτές που αφορούν τα πλήκτρα (Keys) και αυτές που αφορούν τους ατέρμονους περιστροφικούς κωδικοποιητές (Dials). Παρατηρούμε επίσης, κάτω από την αναπαράσταση της συσκευής, ότι σε περίπτωση που θελήσουμε ή χρειαστεί, μπορούμε να έχουμε πολλαπλές σελίδες λειτουργιών, τις οποίες (στο Elgato Stream Deck +) εναλλάσσουμε μέσω σάρωσης του δακτύλου πάνω στην οθόνη αφής. Οι κατηγορίες των λειτουργιών είναι πάρα πολλές και μπορούν να εμπλουτιστούν περαιτέρω μέσω των Plugins που βρίσκουμε στο Store. Οι κατηγορίες των λειτουργιών που αφορούν τους ατέρμονους περιστροφικούς κωδικοποιητές είναι σαφώς λιγότερες αλλά όπως θα δείτε είναι ιδιαίτερα βολικές και λειτουργικές και είμαι βέβαιος ότι με τον καιρό θα προστεθούν και άλλες. Κάτω από την επιλογή της συσκευής υπάρχει και επιλογή διαφόρων προφίλ για την κάθε συσκευή, τα οποία μπορούμε να εναλλάσσουμε χειροκίνητα ή να επιλέξουμε την αυτόματη ενεργοποίησή τους όταν κάποιο αντίστοιχο λογισμικό βρίσκεται το προσκήνιο. Το πολύχρωμο πλήκτρο αριστερά από το γρανάζι ανοίγει το Store από όπου μπορούμε να δούμε τι νέο υπάρχει σε αυτό μέσω της επιλογής Discover. Τα Plugins είναι το μεγάλο του ατού καθώς επιτρέπουν τη συνεχή προσθήκη επιπλέον λειτουργιών. Plugins υπάρχουν τόσο από την ίδια την Elgato όσο και από άλλες εταιρίες. Στην κατηγορία Icons βρίσκουμε πολλά πακέτα εικονιδίων για να χρησιμοποιήσουμε στα πλήκτρα - οθόνες της συσκευής. Τέλος, στις κατηγορίες Music και Sound Effects βρίσκουμε μουσικά κομμάτια και ηχητικά εφέ που μπορούμε να αντιστοιχίσουμε στα πλήκτρα της συσκευής. Το πλήκτρο με το γρανάζι ανοίγει το μενού των επιλογών που έχει 4 σελίδες των οποίων οι λειτουργίες είναι γενικά αυτοεξηγούμενες. Πάνω από τις κατηγορίες των λειτουργιών υπάρχει πεδίο αναζήτησης και δεξιά από αυτό ένα πλήκτρο που δίνει τη δυνατότητα να επιλέξουμε αν θέλουμε να κρύψουμε κάποιες λειτουργίες ή και ολόκληρες κατηγορίες λειτουργιών που δε χρησιμοποιούμε. Ας δούμε, ενδεικτικά, κάποιες από τις πολλές λειτουργίες που μπορούμε να αντιστοιχίσουμε με ένα απλό drag and drop στα πλήκτρα - οθόνες του Elgato Stream Deck +. Στην κατηγορία System βρίσκουμε λειτουργίες που αφορούν γενική χρήση στα Windows. Η κατηγορία που αφορά το OBS Studio διαθέτει μια πληθώρα λειτουργιών. Ιδιαίτερη μνεία χρίζει το Multi Action, καθώς επιτρέπει τη δημιουργία μιας αλληλουχίας λειτουργιών με συνδυασμό από οποιεσδήποτε κατηγορίες και αντιστοίχιση της αλληλουχίας σε ένα μόνο πλήκτρο. Οι λειτουργίες που μπορούν να αντιστοιχηθούν στους περιστροφικούς κωδικοποιητές είναι σαφώς λιγότερες αλλά όπως θα δούμε παρακάτω, κάθε μία μπορεί να αντικαταστήσει πολλά πλήκτρα, απλοποιώντας παράλληλα σημαντικά τη χρήση. Χρήση - Αντιπαράθεση toy Elgato Stream Deck + με το Elgato Stream Deck XL Για να γίνει πιο σαφές αυτό, ας δούμε μερικά παραδείγματα χρήσης του Elgato Stream Deck + σε αντιπαράθεση με το Elgato Stream Deck XL. Εξ αρχής είναι σαφές ότι καθώς το Elgato Stream Deck + έχει μόνο 8 πλήκτρα - οθόνες, αν θέλουμε να το χρησιμοποιήσουμε για να ανοίγουμε προγράμματα, σαφώς και το Elgato Stream Deck XL πλεονεκτεί και είναι μια καλύτερη επιλογή. Ακόμα και το Elgato Stream Deck έχει 15, σχεδόν τα διπλάσια, πλήκτρα - οθόνες ενώ το Elgato Stream Deck Mini μπορεί να υπολείπεται με μόλις 6, αλλά είναι πολύ πιο οικονομικό. Ας δούμε όμως τι γίνεται όταν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε το Elgato Stream Deck + για τον έλεγχο της έντασης του ήχου του συστήματος καθώς και ξεχωριστά των ενεργών προγραμμάτων μέσω του Plugin Volume Controller που προσφέρει η ίδια η Elgato. Εδώ ο έλεγχος της έντασης γίνεται μέσω των ατέρμονων περιστροφικών κωδικοποιητών ενώ η οθόνη αφής δείχνει τα αντίστοιχα επίπεδα έντασης και τα πλήκτρα - οθόνες λειτουργούν ως αντίστοιχα πλήκτρα σίγασης, όπως επίσης λειτουργούν και οι περιστροφικοί κωδικοποιητές όταν πιεστούν ως πλήκτρα. Η αντίστοιχη λειτουργία στο Elgato Stream Deck XL γίνεται όπως φαίνεται παρακάτω, με πλήκτρο αύξησης και πλήκτρο ελάττωσης της έντασης για κάθε πηγή ήχου και γραφική απεικόνιση της έντασης εντός αυτών. Σαφώς απλούστερη, ταχύτερη, πιο φυσική και με περισσότερη ακρίβεια και παρεχόμενες πληροφορίες η συγκεκριμένη λειτουργία στο Elgato Stream Deck +. Εδώ βλέπουμε πώς απεικονίζονται τα παραπάνω στις ίδιες τις συσκευές. Όσον αφορά το Wave Link, εδώ έχω δημιουργήσει μια αρκετά διαφορετική προσέγγιση. Στους περιστροφικούς κωδικοποιητές χρησιμοποιείται η επιλογή Dial Stack. Αυτή η επιλογή επιτρέπει με το πάτημα του πλήκτρου του κάθε περιστροφικού κωδικοποιητή να εναλλάσσεται σειριακά μια σειρά λειτουργιών για τον εν λόγω περιστροφικό κωδικοποιητή. Έτσι λοιπόν έχω ορίσει τον κάθε περιστροφικό κωδικοποιητή να ελέγχει την ένταση ενός καναλιού εισόδου ενώ με πίεση του πλήκτρου του εναλλάσσεται ο έλεγχος της αντίστοιχης έντασης του Monitor Mix και του Stream Mix. Καθώς χρησιμοποιώ 6 κανάλια εισόδου και έναν ακόμα περιστροφικό επιλογέα για την ένταση εξόδου, δημιούργησα έναν υπό-φάκελο (subfolder). Έτσι λοιπόν ο αρχικός φάκελος του Wave Link περιλαμβάνει τον έλεγχο 3 καναλιών εισόδου καθώς και της εξόδου ενώ ο υπό-φάκελος περιλαμβάνει τον έλεγχο των άλλων 3 καναλιών εισόδου καθώς και της εξόδου. Η αντίστοιχη υλοποίηση του ελέγχου του Wave Link στο Elgato Stream Deck XL χρειάστηκε άλλη προσέγγιση. Υπάρχει ταυτόχρονος έλεγχος και των 6 καναλιών εισόδου και της εξόδου του Monitor Mix ενώ οι αντίστοιχες λειτουργίες των καναλιών του Stream Mix βρίσκονται σε υπό-φάκελο. Και οι 2 προσεγγίσεις είναι σαφείς και λειτουργικές αλλά προσωπικά προτιμώ μακράν τη χρήση των περιστροφικών κωδικοποιητών του Elgato Stream Deck + καθώς και την άμεση ενημέρωση για το επίπεδο έντασης του κάθε καναλιού που παρέχει η οθόνη αφής του. Εδώ βλέπουμε τις αντίστοιχες λειτουργίες στις 2 συσκευές. Στην περίπτωση του ελέγχου του Camera Hub, το Elgato Stream Deck + χρειάστηκε έναν υπό-φάκελο για να ελέγξει όλες τις λειτουργίες. Το Elgato Stream Deck XL χώρεσε όλες τις λειτουργίες χωρίς την ανάγκη χρήσης υπό-φακέλου. Και πάλι όμως προτιμώ τους περιστροφικούς κωδικοποιητές από τις οθόνες - πλήκτρα για τον έλεγχο των εν λόγω λειτουργιών. Εδώ βλέπουμε την υλοποίηση του ελέγχου του Camera Hub στις ίδιες τις συσκευές. Ο έλεγχος των 2 Key Light Air που διαθέτω, μέσω του ελέγχου του Control Center από το Stream Deck, έγινε πολύ πιο απλά και λειτουργικά μέσω του Elgato Stream Deck + παρά μέσω του Elgato Stream Deck XL. Τα 32 πλήκτρα του Elgato Stream Deck XL επιτρέπουν την προ-ρύθμιση αρκετών χρήσιμων επιπέδων αλλά η απλότητα στη χρήση του Elgato Stream Deck + θεωρώ ότι και εδώ υπερτερεί. Εδώ βλέπουμε τις υλοποιήσεις πάνω στις ίδιες τις συσκευές. Είδαμε λοιπόν ότι όπου έχουμε έλεγχο κάποιου επιπέδου ή κάποιας έντασης, το Elgato Stream Deck + είναι η λογική επιλογή, καθώς υπερτερεί σε λειτουργικότητα και απλότητα χρήσης. Αντιθέτως, σε άλλες περιπτώσεις, ο μεγαλύτερος αριθμός πλήκτρων - οθονών υπερτερεί, όπως στα παρακάτω παραδείγματα. Απολογισμός To Elgato Stream Deck + δεν είναι απλά άλλο ένα Stream Deck με περισσότερα ή λιγότερα πλήκτρα - οθόνες. Πρόκειται σαφώς για το επόμενο βήμα της εταιρίας στη συγκεκριμένη σειρά προϊόντων, καθώς στα ήδη υπάρχοντα πλήκτρα - οθόνες, προσθέτει ατέρμονους περιστροφικούς κωδικοποιητές και οθόνη αφής. Η συσκευή, όπως ακριβώς και τα Elgato Stream Deck XL, Elgato Stream Deck και Elgato Stream Deck Mini, με εντυπωσίασε από το γεγονός ότι κάνει ακριβώς αυτό που υπόσχεται, χωρίς προβλήματα, χωρίς "αλλά", απλά και φυσικά. Το λογισμικό είναι εύκολο και λειτουργικό, δεν εντόπισα ούτε bugs ούτε κάτι που θα άλλαζα, εκτός ίσως από το θα προσθέσω τη δυνατότητα να υπάρχουν σελίδες εντός των φακέλων, έτσι ώστε να μη χρειάζονται τόσο συχνά οι υπό-φάκελοι. Παρά το γεγονός ότι η συσκευή προορίζεται για χρήση από online content creators και live streamers, οι δυνατότητές της είναι σχεδόν απεριόριστες και μπορεί να προσαρμοστεί άνετα και για γενική χρήση, όπως είδαμε σε κάποια από τα παραδείγματα παραπάνω. Η ποιότητα κατασκευής είναι εξαιρετική με καλά υλικά και σωστή συναρμογή. Τα πλήκτρα πατιούνται κάνοντας έναν ευδιάκριτο, ικανοποιητικό ήχο που δεν ενοχλεί και αποτελεί εξαιρετικό feedback. Το γεγονός ότι το πάτημα καταγράφεται στον τερματισμό του πλήκτρου και όχι αν αυτό πατηθεί πολύ απαλά (όχι για όλη τη διαδρομή του) δεν αποτελεί πρόβλημα, καθώς αυτή είναι αρκετά μικρή. Οι ατέρμονοι περιστροφικοί κωδικοποιητές είναι υψηλής ποιότητας και προσφέρουν ακρίβεια και άνεση στη χρήση. Τα καλύμματά τους είναι αφαιρούμενα και μπορούν να αντικατασταθούν από διαφορετικού χρώματος σετ που διατίθενται από την εταιρία. Υπάρχουν 6 διαθέσιμα χρώματα: Μπλε, κόκκινο, χρυσαφί, ασημί, ροζ και μωβ. Το μόνο που θα μπορούσε κανείς θεωρητικά να βελτιώσει είναι η ανάλυση των οθονών, οι οποία όπως είδατε στις κοντινές φωτογραφίες, δεν είναι υπερ-υψηλή, αλλά για να είμαστε δίκαιοι, το Elgato Stream Deck + δεν προορίζεται για να πατάτε τα πλήκτρα με τη μύτη. Στη φυσιολογική απόσταση χρήσης, τα pixels είναι αόρατα, τα χρώματα ζωηρά και το contrast άριστο. Με τι κόστος έρχονται όλα αυτά; Το κόστος του Elgato Stream Deck + στην Ελληνική αγορά ξεκινάει από τα 229,89 ευρώ, τιμή που βρίσκω λογική για τη λειτουργικότητα που προσθέτει στις συσκευές εισαγωγής ενός υπολογιστή. Το σημαντικό όμως είναι ότι το Elgato Stream Deck + δεν είναι ένα ακόμα Stream Deck για να διαλέξετε ποιο από όλα ταιριάζει καλύτερα στις ανάγκες σας. Πρόκειται για μία συσκευή που προσφέρει νέες δυνατότητες και μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο μόνη της όσο και σε συνδυασμό με κάποιο από τα άλλα Stream Decks. Προσωπικά πάντως, χρησιμοποιώ ήδη το Elgato Stream Deck + σε συνδυασμό με το Elgato Stream Deck XL και θεωρώ ότι αποτελούν έναν εξαιρετικό συνδυασμό που καλύπτει άριστα όλα τα πιθανά σενάρια χρήσης. Ας συνοψίσουμε τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του Elgato Stream Deck +: Πλεονεκτήματα + Εξαιρετική ποιότητα κατασκευής + Εξαιρετική λειτουργικότητα + Εξαιρετικό και πολύ απλό στη χρήση λογισμικό + Προγραμματισμός απεριόριστων λειτουργιών με προφίλ και φακέλους + 8 καθαρές οθόνες με ζωηρά χρώματα και πολύ καλό contrast + Οθόνη αφής + 4 ατέρμονοι περιστροφικοί κωδικοποιητές με αφαιρούμενα καλύμματα και λειτουργία πλήκτρου + Λαστιχένια επένδυση στη βάση που σταθεροποιεί άψογα τη συσκευή + Αφαιρούμενο, sleeved, USB C καλώδιο Μειονεκτήματα - Nothing to see here, move along Με βάση τα παραπάνω, η συνολική βαθμολογία του Elgato Stream Deck + είναι:  theLAB.gr Ευχαριστούμε θερμά την Corsair για την παραχώρηση του δείγματος της δοκιμής. Πολύμερος Αχανιώτης 20/03/2023
  4. Όπως τα λέει ο @jax7480 είναι. Και όχι μόνο αυτό, αλλά η δοκιμασία μοιάζει επίτηδες σχεδιασμένη για να ωφελήσει συγκεκριμένη στρατηγική λειτουργίας του controller και τίποτα παραπάνω. Προσέξτε ότι τα "πακέτα" των 256MB δε γράφονται ως ανεξάρτητα αρχεία, αλλά ως τμήμα του αρχείου που καταλαμβάνει το 20% της χωρητικότητας του drive, με όποιες συνέπειες μπορεί αυτό να έχει στη λειτουργία του κάθε controller και στον τρόπο που αυτός χειρίζεται την εγγραφή δεδομένων. Παραθέτω το Linear Write Test του AIDA64 γιa 3 από τα drives της παραπάνω σύγκρισης. Μπορείτε να δείτε το πώς ο κάθε controller χειρίζεται μια συνεχή εγγραφή ολόκληρης της χωρητικότητας του drive και να βγάλετε συμπεράσματα.
  5. Εισαγωγή Πριν από περίπου 1 μήνα ο συνάδελφος Αστρολάβος παρουσίασε ένα οικονομικό πυκνωτικό μικρόφωνο, το Maono PM421 ενώ πριν από δυόμισι χρόνια σας είχα αναλύσει μια ποιοτικότερη και ακριβότερη επιλογή πυκνωτικού μικροφώνου που αποτελούσε και το πρώτο μικρόφωνο της γνωστής Elgato, το Elgato Wave:3. Σήμερα θα ανέβουμε κατηγορία και θα δούμε τη νέα πρόταση της Elgato, το συνδυασμό Elgato Wave DX και Elgato Wave XLR, καθώς επίσης και τον βραχίονα Elgato Wave Mic Arm και το Elgato XLR Cable για τη στήριξη και σύνδεση του μικροφώνου. Συνεπώς μιλάμε για 4 προϊόντα, που πωλούνται ξεχωριστά αλλά αποτελούν ένα ενιαίο λειτουργικό σύνολο. Το δυναμικό μικρόφωνο Elgato Wave DX που έχει έξοδο XLR. To audio interface Elgato Wave XLR όπου συνδέουμε το μικρόφωνο μέσω ενός καλωδίου XLR και το οποίο συνδέεται στον υπολογιστή μας μέσω USB C. Tον βραχίονα Elgato Wave Mic Arm για τη στήριξη του μικροφώνου. Το καλώδιο Elgato XLR Cable για την σύνδεση του μικροφώνου με το audio interface. Καθώς πρόκειται για διακριτά προϊόντα, όλα συμβατά με τα αντίστοιχα standards, δεν είναι υποχρεωτικό να χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά μεταξύ τους. Το Elgato Wave DX μπορεί να χρησιμοποιηθεί με οποιοδήποτε XLR audio interface και το Elgato Wave XLR μπορεί να υποστηρίξει οποιοδήποτε δυναμικό ή πυκνωτικό XLR μικρόφωνο. Φυσικά ο βραχίονας Elgato Wave Mic Arm μπορεί να στηρίξει κάθε μικρόφωνο της αγοράς (εντός των ορίων βάρους που υποστηρίζει) και το καλώδιο Elgato XLR Cable είναι απλά ένα καλώδιο XLR και μπορεί να χρησιμοποιηθεί αντίστοιχα. Αφού λοιπόν ξεκαθαρίσαμε με τι έχουμε να κάνουμε, ας πάμε να ανοίξουμε τις συσκευασίες. Unboxing του Elgato Wave Mic Arm Ξεκινάμε με τη μεγαλύτερη συσκευασία. Το Elgato Wave Mic Arm έρχεται σε ένα ευμεγέθες, απλό, χαρτονένιο κουτί που φέρει το όνομα και την εικόνα του προϊόντος στο επάνω μέρος του. Εντός, βρίσκουμε το προϊόν πλήρως συναρμολογημένο, εκτός από την κάθετη προέκταση της οποίας η χρήση είναι προαιρετική, το αντίβαρο που επίσης είναι προαιρετικό (και πρέπει να χρησιμοποιηθεί στην περίπτωση του Elgato Wave DX) και τη βάση στήριξης στο γραφείο που φυσικά πρέπει να τοποθετηθεί στο γραφείο πριν τοποθετηθεί ο βραχίονας εντός αυτής. Το Elgato Wave Mic Arm προσφέρει περιστροφή 360 μοιρών στη βάση του, 3 αρθρώσεις και σφαιρική άρθρωση στην κεφαλή σύνδεσης του μικροφώνου. Το quick start guide είναι σαφές και κατατοπιστικό και προτείνω να του ρίξει μια ματιά όποιος θέλει να ξέρει τις ακριβείς προδιαγραφές και δυνατότητες του Elgato Wave Mic Arm. Εντός της συσκευασίας υπάρχει και ένα μικρό φακελάκι που περιέχει ένα μικρό κλειδί άλεν και 2 αντάπτορες. Το άλεν είναι για το σφίξιμο της κάθετης προέκτασης στη βάση στήριξης στο γραφείο και οι αντάπτορες για τη μετατροπή της βίδας 1/4" στο άκρο της κεφαλής σύνδεσης σε 3/8" και 5/8". Για το Elgato Wave DX δεν απαιτείται η χρήση τους. Unboxing του Elgato XLR Cable Το Elgato XLR Cable έρχεται επίσης σε απλό χαρτονένιο κουτί, πολύ μικρότερο φυσικά από αυτό του Elgato Wave Mic Arm. Στο επάνω μέρος του κουτιού αναφέρεται το όνομα το προϊόντος και απεικονίζονται τα βύσματά του, ένα αρσενικό και ένα θηλυκό XLR. Αναγράφεται επίσης το μήκος του που είναι 3 μέτρα και συνεπώς παραπάνω από επαρκές για τη χρήση που θέλουμε εμείς, δηλαδή τη σύνδεση του Elgato Wave DX που θα βρίσκεται τοποθετημένο πάνω στο Elgato Wave Mic Arm, με το Elgato Wave XLR που θα βρίσκεται τοποθετημένο κάπου επάνω στο γραφείο μας. Εντός της συσκευασίας βρίσκουμε μόνο το καλώδιο, όμορφα τακτοποιημένο. Τα βύσματά του είναι καλής ποιότητας, χωρίς να είναι κάτι ιδιαίτερο και έχουν χοντρό και ποιοτικό strain relief. Το καλώδιο καλύπτεται από πυκνό, ποιοτικό sleeving που προσφέρει επιπλέον προστασία και αισθητική. Unboxing του Elgato Wave DX Η συσκευασία του Elgato Wave DX ακολουθεί τα πρότυπα των πολυτελών συσκευασιών της Elgato. Κυριαρχούν οι κλασσικές μπλε αποχρώσεις της εταιρίας ενώ στο εμπρός μέρος δεσπόζει το όνομα και η φωτογραφία του προϊόντος. Στο πίσω μέρος βλέπουμε μια φωτογραφία από ένα σενάριο χρήσης του Elgato Wave DX και λεπτομερείς αναφορές στις δυνατότητες και τις προδιαγραφές του. Η μία πλαϊνή πλευρά απεικονίζει το προϊόν και το όνομά του ενώ η άλλη αναφέρει κάποια βασικά χαρακτηριστικά του και τα περιεχόμενα της συσκευασίας. Η επάνω πλευρά φέρει ένα διαφανές πλαστικό με οπή ανάρτησης σε stand καταστήματος ενώ η κάτω πλευρά φέρει ως συνήθως τη διεύθυνση της εταιρίας, πιστοποιήσεις, σειριακούς αριθμούς, κωδικούς και bar codes. Παρατηρούμε ότι η διεύθυνση είναι αυτή της Corsair, καθώς η Elgato αποτελεί θυγατρική της από το 2018. Ανοίγοντας τη συσκευασία, το πρώτο που βλέπουμε είναι το σαφές και κατατοπιστικό quick start guide. Κάτω από το manual, βρίσκουμε το Elgato Wave DX τυλιγμένο σε προστατευτικό μαλακό συνθετικό υλικό και ακόμα πιο κάτω το υποχρεωτικό φυλλάδιο με τις οδηγίες ασφαλείας. Ας βγάλουμε το Elgato Wave DX έξω από το κουτί του... ...και ας το ξετυλίξουμε. Το Elgato Wave DX είναι ένα δυναμικό μικρόφωνο με καρδιοειδές μοτίβο λήψης, λιτής και ποιοτικής κατασκευής, από μέταλλο και ποιοτικό πλαστικό. Έρχεται με ένα μικρό βραχίονα στήριξης προ εγκατεστημένο και ένα χάρτινο μπλε στεφάνι που αγκαλιάζει το μικρόφωνο και ενημερώνει τους χρήστες που δεν πιστεύουν στην ανάγνωση των συνοδευτικών φυλλαδίων ότι πρέπει να κατευθύνουν την ομιλία τους προς το άκρο το μικροφώνου. Στην αντίθετη πλευρά από το σημείο στήριξης του μικρού βραχίονα βρίσκουμε το λογότυπο της εταιρίας. Το λογότυπο μπορεί να περιστραφεί για να είναι "σωστό" σε κάθε τοποθέτηση του μικροφώνου καθώς επίσης και να αφαιρεθεί έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η μεταφορά του βραχίονα στήριξης από αυτή την πλευρά, ενώ το λογότυπο θα τοποθετηθεί στην άλλη. Στο κάτω μέρος του Elgato Wave DX βρίσκουμε την υποδοχή για τη σύνδεση του καλωδίου XLR. Αυτό είναι και το μοναδικό interface του Elgato Wave DX. Δεν υπάρχει ούτε κάποια άλλη σύνδεση ούτε και χειριστήρια, καθώς το μικρόφωνο είναι απολύτως αναλογικό και βασίζεται στη σύνδεση με κάποιο XLR audio interface, όπως το Elgato Wave XLR, για τη λειτουργία του. Στο άκρο του μικρού βραχίονα στήριξης βλέπουμε την υποδοχή για βίδα 1/4". Με τη χρήση ενός κέρματος μπορούμε να αφαιρέσουμε τον αντάπτορα που έρχεται προεγκατεστημένος εντός του βραχίονα και να τον γυρίσουμε ανάποδα έτσι ώστε να μας προσφέρει υποδοχή για βίδα 3/8" ή και να τον αφαιρέσουμε εντελώς έτσι ώστε το Elgato Wave DX να έχει υποδοχή για βίδα 5/8". Unboxing του Elgato Wave XLR Η συσκευασία του Elgato Wave XLR ακολουθεί επίσης τα πρότυπα των πολυτελών συσκευασιών της Elgato. Κυριαρχούν και εδώ οι ίδιες κλασσικές μπλε αποχρώσεις της εταιρίας και στο εμπρός μέρος δεσπόζει το όνομα και η φωτογραφία του προϊόντος. Στο πίσω μέρος βλέπουμε και πάλι μια φωτογραφία από ένα σενάριο χρήσης του Elgato Wave XLR και λεπτομερείς αναφορές στις δυνατότητες και τις προδιαγραφές του. Η μία πλαϊνή πλευρά απεικονίζει το Elgato Wave XLR από το πλάι και από πίσω ενώ η άλλη αναφέρει κάποια βασικά χαρακτηριστικά του και τα περιεχόμενα της συσκευασίας. Η επάνω πλευρά φέρει διαφανές πλαστικό με οπή ανάρτησης σε stand καταστήματος ενώ η κάτω πλευρά φέρει τη διεύθυνση της εταιρίας, πιστοποιήσεις, σειριακούς αριθμούς, κωδικούς και bar codes. Ανοίγοντας το κουτί βλέπουμε ένα μικρότερο κουτί με τα παρελκόμενα καθώς και το Elgato Wave XLR προστατευμένο σε μαλακό συνθετικό υλικό. Το κουτί με τα παρελκόμενα περιέχει το quick start guide, το φυλλάδιο με τις οδηγίες ασφαλείας και ένα καλώδιο σύνδεσης USB C σε USB Α, μήκους 2,5m για τη σύνδεση του Elgato Wave XLR με τον υπολογιστή. Δοκίμασα επίσης καλώδιο USB C σε USB C και ως ήταν αναμενόμενο λειτούργησε κανονικά. Ας περάσουμε λοιπόν στο Elgato Wave XLR και... ...ας το ξετυλίξουμε από το προστατευτικό υλικό. Το Elgato Wave XLR είναι ένα XLR microphone audio interface (ή αλλιώς ένας προενισχυτής μικροφώνου XLR) κατασκευασμένο από ποιοτικό πλαστικό. Στο εμπρός μέρος διαθέτει ένα και μοναδικό χειριστήριο που είναι ταυτόχρονα πλήκτρο και ατέρμονας περιστροφικός επιλογέας και περιτριγυρίζεται από ενδεικτικά LEDs στο μεγαλύτερο μέρος της περιφέρειάς του. Υπάρχουν 4 ακόμα ενδεικτικά LEDs, 3 κάτω αριστερά και 1 κάτω δεξιά της πρόσοψης, με ενδεικτικά εικονίδια της λειτουργίας τους. Το επάνω μέρος της συσκευής φέρει την ένδειξη "mute" (σίγαση) ενώ στο πίσω μέρος βρίσκουμε 3 υποδοχές βυσμάτων: 1 USB C, 1 στερεοφωνική υποδοχή 3,5mm και 1 XLR. Τα πλαϊνά της συσκευής δεν διαθέτουν κάτι το λειτουργικό, αλλά προσφέρουν αισθητικά ευχάριστες γραμμές. Το κάτω μέρος είναι επενδυμένο με ελαστικό υλικό έτσι ώστε να μη γλιστράει η συσκευή πάνω στο γραφείο κατά τη χρήση του χειριστηρίου. Το χειριστήριο μπορεί να αφαιρεθεί με απλό τράβηγμα και η πρόσοψη να αφαιρεθεί σχετικά εύκολα με ταυτόχρονη πίεση στα 2 πλαϊνά της συσκευής, όπως αναφέρει το quick start guide. Για όποιον ενδιαφέρεται λοιπόν να δώσει ένα ιδιαίτερο στυλ στο Elgato Wave XLR του, η Elgato προσφέρει τη δυνατότητα αγοράς εναλλακτικών face plates. Εγκατάσταση Η σύνδεση του Elgato Wave XLR με τον υπολογιστή μας γίνεται μέσω της θύρας USB-C που είδαμε στο πίσω μέρος του. Δοκιμάστηκε σύνδεση τόσο με το καλώδιο που περιλαμβάνεται στη συσκευασία (USB-C σε USB-A) όσο και με ένα USB-C σε USB-C καλώδιο (σύνδεση σε USB-C θύρα του υπολογιστή). Λειτούργησαν και τα δύο εξ' ίσου καλά. Η δεύτερη θύρα είναι μια τυπική υποδοχή ακουστικών 3,5 χιλιοστών η οποία παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς επιτρέπει την ακρόαση του ήχου που προσλαμβάνει το μικρόφωνο απ' ευθείας, χωρίς την παρεμβολή του υπολογιστή και συνεπώς με ουσιαστικά μηδενική χρονική καθυστέρηση (latency). Η τρίτη και τελευταία θύρα είναι τύπου XLR και σε αυτή συνδέουμε το μικρόφωνο, δηλαδή στην περίπτωσή μας το Elgato Wave DX. Η συνολική διαδικασία εγκατάστασης περιγράφεται αναλυτικά στο παρακάτω διάγραμμα. Προσοχής χρίζει ότι το Elgato Wave DX δε χρειάζεται 48V Phantom Power και πρέπει να σιγουρευτούμε ότι είναι απενεργοποιημένη η εν λόγω λειτουργία και το ενδεικτικό LED σβηστό. Η ενεργοποίηση και απενεργοποίηση του 48V Phantom Power γίνεται με πίεση του χειριστηρίου για 2 δευτερόλεπτα. Η εγκατάσταση του Elgato Wave DX φαίνεται αναλυτικά στο παρακάτω διάγραμμα. Και εδώ αναφέρεται ότι το 48V Phantom Power πρέπει να είναι ανενεργό. Επίσης αναφέρεται ότι το προτεινόμενο αρχικό gain είναι στα 45db και η ιδανική απόσταση από το μικρόφωνο είναι μεταξύ 8 και 12 εκατοστών. Παρακάτω βλέπουμε το Elgato Wave DX εγκατεστημένο στην κεφαλή του Elgato Wave Mic Arm και με το Elgato XLR Cable συνδεδεμένο. Το Elgato Wave Mic Arm διαθέτει ειδικά κανάλια και στα 2 βασικά του τμήματα για την τακτοποίηση του καλωδίου. Το Elgato Wave XLR μπορεί να τοποθετηθεί οπουδήποτε βολεύει τον κάθε χρήστη ενώ οι ενδεικτικές λυχνίες του μας δείχνουν το επίπεδο του gain για το μικρόφωνο ή της έντασης των ακουστικών ή το επίπεδο μίξης μεταξύ μικροφώνου και ήχου που έρχεται από τον υπολογιστή στα ακουστικά μας. Βλέπουμε επίσης ενεργοποιημένο το LED του 48V Phantom Power, το οποίο επισημαίνω και πάλι, πρέπει να απενεργοποιηθεί για τη χρήση του Elgato Wave XLR με το Elgato Wave DX. Όταν ακουμπήσουμε το επάνω μέρος του Elgato Wave XLR, ενεργοποιείται η λειτουργία της σίγασης και όλα τα LED περιφερειακά του επιλογέα ανάβουν σε κόκκινο χρώμα. Τα χρώματα των ενδεικτικών LEDs περιφερειακά του επιλογέα μπορούμε να τα αλλάξουμε αν επιθυμούμε μέσω του λογισμικού Wave Link. Τεχνικά Χαρακτηριστικά Τα τεχνικά χαρακτηριστικά του Elgato Wave Mic Arm, όπως τα βρίσκουμε στην ιστοσελίδα της εταιρίας, φαίνονται στον παρακάτω πίνακα. Βλέπουμε ότι η μέγιστη οριζόντια απόσταση που μπορεί να φτάσει είναι τα 78 εκατοστά και το μέγιστο βάρος μικροφώνου που υποστηρίζει είναι το 1 κιλό. Τα τεχνικά χαρακτηριστικά του Elgato XLR Cable, όπως τα βρίσκουμε στην ιστοσελίδα της εταιρίας, φαίνονται στον παρακάτω πίνακα. Τα τεχνικά χαρακτηριστικά του Elgato Wave DX , όπως τα βρίσκουμε στην ιστοσελίδα της εταιρίας, φαίνονται στον παρακάτω πίνακα. Παρατηρούμε ότι πρόκειται για ένα δυναμικό μικρόφωνο με καρδιοειδές μοτίβο λήψης και με δυνατότητα λήψης συχνοτήτων από 50 έως 15000 Hz, αντίσταση 600 Ohm και σύνδεση XLR. Το βάρος του είναι στα 440 gr. Τα τεχνικά χαρακτηριστικά του Elgato Wave XLR, όπως τα βρίσκουμε στην ιστοσελίδα της εταιρίας, φαίνονται στον παρακάτω πίνακα. Παρατηρούμε ότι πρόκειται για ένα XLR audio interface με απόκριση συχνοτήτων από 20 έως 20000 Hz, δυναμικό εύρος 100dB (ή 120 με τη λειτουργία Clipguard ενεργοποιημένη), επίπεδο θορύβου -130 dBV σε gain 60 dB, εύρος gain από 0 έως 75 dB, δυνατότητα παροχής 48V Phantom Power, ανάλυση 24 bit, sample rate 48 ή 96 KHz και διασύνδεση USB-C. Συγκριτικά με το Elgato Wave:3 τα χαρακτηριστικά είναι παρόμοια, αλλά η διαφορά είναι ότι το Elgato Wave:3 είναι πυκνωτικό μικρόφωνο ενώ το Elgato Wave DX είναι δυναμικό. Ποιότητα Κατασκευής Η ποιότητα κατασκευής και των 4ων προϊόντων που είδαμε παραπάνω είναι η υψηλή στην οποία μας έχουν συνηθίσει τόσο η Elgato όσο και η Corsair. Ακόμα και από πολύ κοντά, τα προϊόντα δείχνουν τη φροντίδα και προσοχή με την οποία κατασκευάστηκαν και δεν αποκαλύπτουν κανένα ψεγάδι. Χρήση Όσον αφορά τη χρήση, το Elgato Wave Mic Arm είναι στιβαρό και μπορεί να μετακινηθεί με ευκολία εκεί που το θέλει ο χρήστης και να παραμείνει εκεί ακριβώς. Παρατήρησα μια τάση να ξεσφίγγει το μικρόφωνο από την κεφαλή όταν το περιστρέψω κατ' επανάληψη, αλλά αυτό είναι θα έλεγα λογικό και εύκολα αντιμετωπίσιμο με ένα μικρό σφίξιμο της μεγάλης χειρόβιδας της κεφαλής, όταν αυτό συμβαίνει. Η απόσταση που μπορεί να φτάσει οριζόντια όμως περιορίζεται στα 78 εκατοστά, νούμερο σχετικά χαμηλό για την κατηγορία τιμής του όπως χαμηλό είναι και το μέγιστο υποστηριζόμενο βάρος μικροφώνου στο 1 κιλό. Αν οι προδιαγραφές αυτές καλύπτουν το σενάριο χρήσης σας, η λειτουργικότητα και η ποιότητα κατασκευής δε θα σας αφήσει κανένα παράπονο ενώ αν το μικρόφωνό σας είναι βαρύτερο ή χρειάζεται να φτάνει σε μεγαλύτερη απόσταση, θα χρειαστείτε κάτι άλλο. Πολύ ωραία είναι και η υλοποίηση της τακτοποίησης του XLR καλωδίου εντός του βραχίονα. Για το Elgato XLR Cable δεν μπορεί κανείς να πει πολλά. Δεν είναι ιδιαίτερα εύκαμπτο, πιθανώς λόγω του sleeving, αλλά είναι αρκετά εύκαμπτο για τη χρήση που του κάνουμε εδώ ενώ τα βύσματά του είναι ποιοτικά και εφαρμόζουν χωρίς ιδιαίτερο τζόγο και χωρίς κανένα πρόβλημα στο κούμπωμα και ξεκούμπωμα. Το sleeving το κάνει πιο άκαμπτο από ότι θα μπορούσε να είναι αλλά αυξάνει την αντοχή του, οπότε είναι θέμα προτίμησης. Το Elgato Wave DX δεν έχει χειριστήρια και ουσιαστικά η χρήση και διεπαφή του χρήστη γίνεται μέσω του Elgato Wave XLR. Το μόνο που χρειάζεται να προσέχουμε είναι η απόσταση από το στόμα του χρήστη και η σωστή κατεύθυνση της φωνής προς το άκρο του μικροφώνου. Όσον αφορά το Elgato Wave XLR, ο χειρισμός του είναι απλός και λειτουργικός. Το μοναδικό χειριστήριο της πρόσοψης πατιέται και περιστρέφεται ατέρμονα και προς τις δύο κατευθύνσεις. Το πάτημα αλλάζει τη λειτουργία που ελέγχει η περιστροφή, όπως καταδεικνύουν τα 3 LEDs στο κάτω αριστερά μέρος της πρόσοψης και η περιστροφή ελέγχει το επίπεδο της κάθε λειτουργίας, όπως καταδεικνύουν τα LEDs που περιβάλλουν το χειριστήριο. Η πρώτη λειτουργία, η οποία συμβολίζεται με το μικρόφωνο, ελέγχει το επίπεδο του gain, η σε πιο απλά λόγια της έντασης της ηχογράφησης. Η δεύτερη, που συμβολίζεται με τα ακουστικά, ελέγχει την ένταση του ήχου στη θύρα ακουστικών του Elgato Wave XLR. Η τρίτη, που συμβολίζεται με το σύμβολο της διασταύρωσης, ελέγχει τη μίξη των ήχων που προέρχονται από το μικρόφωνο - αριστερά - και τον υπολογιστή (μέσω της σύνδεσης USB) - δεξιά - και η οποία είναι αυτή που ακούγεται μέσω της θύρας ακουστικών του Elgato Wave XLR. Όπως είχαμε δει, στο επάνω μέρος της συσκευής, υπάρχει ένα πλήκτρο αφής που ενεργοποιεί τη σίγαση. Το γεγονός ότι είναι αφής, επιτρέπει τη χρήση του χωρίς κραδασμούς και θόρυβο που ενδεχομένως να περνούσε στην ηχογράφηση. Η σίγαση γίνεται εμφανής από την αλλαγή του λευκού κύκλου που περικλείει το χειριστήριο ελέγχου της πρόσοψης σε κόκκινο. Θυμίζω ότι για τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα, η Elgato προτείνει τη χρήση του Elgato Wave DX όπως περιγράφεται παρακάτω: 1. Το μικρόφωνο πρέπει να είναι τοποθετημένο σε σχέση με τη φωνή μας, όσο αυτό είναι εφικτό, όπως φαίνεται στην παρακάτω εικόνα. 2. Η απόσταση του στόματος από το μικρόφωνο πρέπει να είναι 8 - 12 cm. 3. Το gain πρέπει να ξεκινάει από τα 45 dB και να ρυθμίζεται ανάλογα με τις ανάγκες της ηχογράφησης. Ήχος Το Elgato Wave DX είναι ένα παθητικό (δεν απαιτεί τροφοδοσία - 48V Phantom Power) δυναμικό μικρόφωνο με καρδιοειδές μοτίβο λήψης. Σε σχέση με τα πυκνωτικά μικρόφωνα που έχουμε δει, όπως το Elgato Wave:3 και το Maono PM421, αυτό του προσδίδει το πλεονέκτημα της ελαχιστοποίησης της λήψης των θορύβων του περιβάλλοντος και το κάνει ιδανικό για ηχογραφήσεις και live streaming σε οικιακό περιβάλλον (εκτός στούντιο), όπου αναπόφευκτα υπάρχει θόρυβος. Το παραπάνω χαρακτηριστικό υποβοηθείται περεταίρω από τα προαιρετικά Low-Cut φίλτρα του Elgato Wave XLR. Προτείνεται το Low-Cut στα 80 Hz όταν μιλάμε κοντά στο μικρόφωνο και το Low-Cut των 120 Hz όταν είμαστε λίγο πιο μακριά. Ο συνδυασμός του δυναμικού Elgato Wave DX και του Low-Cut filter που παρέχει το Elgato Wave XLR προσφέρει εξαιρετική απομόνωση των θορύβων του περιβάλλοντος. Ένα άλλο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό που διαθέτει το Elgato Wave XLR είναι η λειτουργία Clipguard. Η λειτουργία αυτή βοηθάει στην αποφυγή παραμόρφωσης του ήχου όταν ξεπεραστεί το όριο της έντασης εισόδου (δηλαδή μιλάμε πολύ δυνατά ή / και κοντά στο μικρόφωνο ή / και με επιλεγμένο υψηλό gain). Σε περίπτωση που συμβεί αυτό, το Elgato Wave XLR αυτόματα αναδρομολογεί το σήμα του ήχου μέσω ενός εναλλακτικού διαύλου με χαμηλότερο gain. Το αποτέλεσμα είναι καθαρός ήχος, χωρίς παραμόρφωση. Όταν ενεργοποιείται το Clipguard, τα ενδεικτικά LEDs περιμετρικά του επιλογέα ανάβουν πορτοκαλί (το χρώμα μπορεί να αλλάξει μέσω του Elgato Wave Link) στιγμιαία (για όσο διαρκεί η αναδρομολόγηση του ήχου - λειτουργία του Clipguard), ξεκινώντας από δεξιά και αντίστροφα με τη φορά των δεικτών του ρολογιού. Όσο περισσότερο ξεπερνάει το σήμα εισόδου την ασφαλή ένταση, τόσα περισσότερα LEDs (από τα δεξιά προς τα αριστερά) ανάβουν πορτοκαλί. Όλα τα παραπάνω βέβαια, όσο καλά και αν είναι, μπορεί να επικυρωθούν ή να ακυρωθούν με τον πιο εμφατικό τρόπο, ανάλογα με την ποιότητα του ήχου, καθώς αυτή είναι και η λειτουργία του προϊόντος. Θα μπορούσα να εκθέσω την προσωπική μου γνώμη, αλλά τι καλύτερο από το να ακούσετε και να κρίνετε μόνοι σας; Στο παρακάτω YouTube Video ηχογράφησα την ίδια φράση, μέσω του μικροφώνου διαφόρων συσκευών. Η συσκευή που ακούγεται καθώς και η συχνότητα δειγματοληψίας (sample rate) και το ηχητικό βάθος (bit depth) καταδεικνύονται ανά πάσα στιγμή. Δυστυχώς το YouTube δεν υποστηρίζει ασυμπίεστο ή Lossless ήχο, ούτε συχνότητα δειγματοληψίας ήχου πάνω από 48 KHz. Συνεπώς, σας προσφέρω 2 δυνατότητες. Για όσους προτιμούν την ευκολία θεωρώ ότι, παρά τους παραπάνω περιορισμούς, το παρακάτω video στο YouTube είναι αρκετά κατατοπιστικό. Όσοι προτιμούν την ακρίβεια και λεπτομέρεια όμως, μπορούν να κατεβάσουν το ίδιο βίντεο από τον παρακάτω σύνδεσμο και να ακούσουν τον ήχο χωρίς απώλειες συμπίεσης και στα 96 KHz. Elgato Wave DX & XLR.wmv Τέλος, παραθέτω τα αρχεία των ηχογραφήσεων ξεχωριστά, επίσης χωρίς απώλειες συμπίεσης, έτσι ώστε να μπορείτε να τα αναπαράγετε με όποια σειρά θέλετε. 1More Piston Fit BT - 48-16.flac 1More Dual Driver ANC Pro - 48-16.flac Creative Aurvana Platinum - 48-16.flac Note9 - 48-16.flac Microsoft Lifecam Studio - 48-16.flac Microsoft Lifecam Studio - 96-16.flac Elgato Wave 3 - 48-24.flac Elgato Wave 3 - 96-24.flac Elgato Wave DX & XLR - 48-24.flac Elgato Wave DX & XLR - 96-24.flac Λογισμικό Elgato Wave Link Ένα από τα μεγάλα πλεονεκτήματα των μικροφώνων με σύνδεση USB της Elgato καθώς επίσης και του Elgato Wave XLR είναι το συνοδευτικό λογισμικό ελέγχου τους, που ονομάζεται Wave Link. Το Wave Link είναι ένα απλό στη χρήση αλλά συνάμα ισχυρό λογισμικό μίξης ήχου, το οποίο προσφέρεται δωρεάν στους κατόχους των Elgato Wave:1, Elgato Wave:3 και Elgato Wave XLR. Από το υλικό προώθησής του βλέπουμε ότι όντως πρόκειται για ένα πρόγραμμα μίξης ήχου με στόχο τον δημιουργό περιεχομένου που μπορεί να αναμίξει τον ήχο του μικροφώνου με πολλαπλές άλλες πηγές ήχου και να παράξει 2 ανεξάρτητες εξόδους. Η αρχική οθόνη του Wave Link είναι πρακτικά αυτο-εξηγούμενη, με τις εισόδους ήχου στο επάνω μέρος και τις εξόδους στο κάτω μέρος του παραθύρου. Το παρακάτω διάγραμμα επεξηγεί λεπτομερώς τις λειτουργίες αυτής της οθόνης. Όπως βλέπουμε, αρχικά έχουμε 5 εισόδους ήχου, το μικρόφωνο - στην περίπτωσή μας το audio interface Elgato Wave XLR με το Elgato Wave DX συνδεδεμένο επάνω του - και 4 ακόμα πηγές ήχου από τον υπολογιστή. Μπορούμε να προσθέσουμε και άλλες πηγές εισόδου ξεκινώντας από τη θέση 6. Περνώντας το ποντίκι από πάνω της, εμφανίζεται το σύμβολο "+" και κάνοντας κλικ εμφανίζεται η λίστα με τις επιλογές που έχουμε στο συγκεκριμένο σύστημα. Παρεμπιπτόντως, η ίδια λίστα εμφανίζεται αν κάνουμε κλικ στην επικεφαλίδα κάποιας ήδη επιλεγμένης πηγής εισόδου και από εκεί μπορούμε να αλλάξουμε την πηγή της συγκεκριμένης εισόδου ή να πατήσουμε "Remove Input" για να την αφαιρέσουμε. Κάπως έτσι μας τα λέει και η Elgato στο παρακάτω διάγραμμα. Η δρομολόγηση κάποιας πηγής ήχου σε κάποιο κανάλι του Wave Link γίνεται μέσα από τις ρυθμίσεις ήχου των Windows. Για ευκολία, το Wave Link ανοίγει τις εν λόγω ρυθμίσεις αν πατήσουμε το σύμβολο των ρυθμίσεων που βρίσκεται αριστερά από το σύμβολο του γραναζιού, επάνω δεξιά. Από τις ρυθμίσεις ήχου των Windows μπορούμε να δρομολογήσουμε οποιαδήποτε πηγή ήχου αναγνωρίζουν τα windows σε κάποιο από τα κανάλια ήχου του Wave Link. Αν τώρα, στο αρχικό παράθυρο του Wave Link πατήσουμε στην επικεφαλίδα κάποιου καναλιού που περιέχει μικρόφωνο, μας δίνεται η δυνατότητα να κάνουμε ρυθμίσεις σε αυτό. Συγκεκριμένα όσον αφορά το Elgato Wave XLR έχουμε 5 τμήματα με ρυθμίσεις. Στο τμήμα GENERAL: Μπορούμε να μετονομάσουμε το μικρόφωνό μας, να δούμε την έκδοση του Firmware και να επιλέξουμε τη συχνότητα δειγματοληψίας του. To Elgato Wave XLR υποστηρίζει 48KHz και 96ΚHz. Στο τμήμα DEVICE INPUT: Βλέπουμε τον μετρητή της έντασης εισόδου του Elgato Wave XLR ακολουθούμενο από το τον επιλογέα επιπέδου του Input Gain. Κάτω από αυτόν, η Elgato έχει τοποθετήσει πολύ βολικά το σε ποιες περιοχές είναι η σωστή ρύθμιση του Gain, τόσο για πυκνωτικά όσο και για δυναμικά μικρόφωνα. Τέλος μπορούμε να ενεργοποιήσουμε ή να απενεργοποιήσουμε το 48V Phantom Power. Στο τμήμα HEADPHONE JACK: Εδώ μπορούμε να επιλέξουμε την ένταση των ακουστικών που είναι συνδεδεμένα στο Elgato Wave XLR καθώς και το σημείο μίξης - σχετικής έντασης μεταξύ του μικροφώνου και των ήχων που προέρχονται από τον υπολογιστή και που δρομολογούνται προς τα ακουστικά. Μπορούμε επίσης να επιλέξουμε το Low Impedance Mode αν χρησιμοποιούμε ακουστικά με χαμηλή αντίσταση εισόδου. Στο τμήμα AUDIO ENHANCEMENTS: Εδώ μπορούμε να απενεργοποιήσουμε το Low Pass Filter ή να το ενεργοποιήσουμε στα 80 Hz ή στα 120 Hz. Μπορούμε επίσης να ενεργοποιήσουμε ή να απενεργοποιήσουμε το Clipguard και, εφ' όσον το έχουμε ενεργό, να επιλέξουμε αν θα υπάρχει οπτική ενημέρωση για την ενεργοποίησή του, όπως ανέφερα στο σχετικό τμήμα του review, παραπάνω. Τέλος, το Wave Gain Lock εμποδίζει τρίτες εφαρμογές από το να αλλάξουν το gain του μικροφώνου, κάτι πολύ χρήσιμο που προσωπικά χρησιμοποιώ. Στο τμήμα COLOR SETTINGS: Εδώ μπορούμε να επιλέξουμε το χρώμα που θα είναι τα ενεργοποιημένα LEDs περιφερειακά του επιλογέα του Elgato Wave XLR όταν αυτό είναι ενεργό και όταν είναι σε σίγαση, καθώς επίσης και το χρώμα ένδειξης ενεργοποίησης του Clipguard. Για τα καλύτερα αποτελέσματα ποιότητας ήχου, το Gain πρέπει να ρυθμιστεί με τη σωστή απόσταση και τοποθέτηση του μικροφώνου (έχω ήδη αναφέρει ποιες είναι αυτές όσον αφορά το Elgato Wave DX) και με το Clipguard προσωρινά απενεργοποιημένο. Ένα μεγάλο πλεονέκτημα του Wave Link είναι η δυνατότητα χρήσης εφέ ήχου (Audio Effects). Το πρόγραμμα έρχεται με 3 προεγκατεστημένες επιλογές. Ένα ωραίο Graphic Equalizer. Ένα plugin αφαίρεσης θορύβου της Elgato. Και ένα plugin αφαίρεσης θορύβου της NVIDIA, που μπορείτε να χρησιμοποιήσετε εφ' όσον διαθέτετε κάποια κάρτα γραφικών της συγκεκριμένης εταιρίας και αφού εγκαταστήσετε το σχετικό SDK. Εδώ βλέπουμε τα 3 αυτά εφέ εγκατεστημένα και ενεργά τόσο για τα ακουστικά όσο και για την έξοδο ήχου για ηχογράφηση / streaming. Όσον αφορά τις 2 εξόδους τώρα, μπορούμε για το monitoring να επιλέξουμε είτε τα ακουστικά που μπορούμε να συνδέσουμε πάνω στο Elgato Wave XLR είτε κάποια άλλη έξοδο του συστήματός μας. Η δεύτερη έξοδος είναι το Stream Output, το οποίο μπορεί να επιλεγεί και να χρησιμοποιηθεί σε οποιοδήποτε πρόγραμμα streaming ή ηχογράφησης. Φυσικά εννοείται ότι μπορούμε να δούμε τα σχετικά επίπεδα εξόδου καθώς και να τα ρυθμίσουμε, όπως περιγράφεται στο παρακάτω διάγραμμα. Και κάπως έτσι τελειώνει η περιγραφή των λειτουργιών του Wave Link. Ας δούμε πριν κλείσουμε τι κάνει και το εικονίδιο με το γρανάζι, επάνω δεξιά. Αυτό ανοίγει το ξεχωριστό παράθυρο των επιλογών, που έχει 2 tabs. Στο πρώτο tab, το General, βλέπουμε την έκδοση του Wave Link, το πλήκτρο ελέγχου για νεότερη έκδοση, το αν θα γίνεται αυτόματος έλεγχος για νεότερη έκδοση και το αν θα τρέχει αυτόματα το Wave Link όταν κάνουμε Login στα Windows. Το πλήκτρο "More..." ανοίγει ένα φάκελο στον Windows Explorer που περιέχει όλες τις άδειες που σχετίζονται με το Wave Link. Το δεύτερο tab ονομάζεται Audio Effects και αφορά ρυθμίσεις των εφέ ήχου που είδαμε παραπάνω. Τα πλήκτρα και οι επιλογές είναι αυτο-εξηγούμενα. Αξιοσημείωτο είναι ότι το Wave Link υποστηρίζει τόσο VST3 όσο και VST2 Plugins. Όσον αφορά την επιλογή της εξόδου ήχου του Wave Link σε κάποιο λογισμικό για streaming, αυτό προφανώς εξαρτάται από το ποιο λογισμικό χρησιμοποιεί ο καθένας. Παρακάτω βλέπουμε για παράδειγμα την επιλογή του Wave Link Stream ως ήχο μικροφώνου στο OBS Studio. Ενσωμάτωση στο Stream Deck Από τα βασικά προϊόντα της Elgato είναι η σειρά των Stream Deck. Από την έκδοση του λογισμικού Stream Deck 4.8 και μετά, υποστηρίζεται η ενσωμάτωση εντολών που αφορούν το Wave Link και συνεπώς το Elgato Wave XLR Αφού λοιπόν βεβαιωθείτε ότι έχετε εγκαταστήσει τη συγκεκριμένη ή νεότερη έκδοση, πηγαίνετε στην επιλογή "More Actions" και βρίσκετε στη λίστα την επιλογή Wave Link. "Install" και... ...αμέσως εγκαθίσταται και μας ρωτάει αν θέλουμε να εγκαταστήσει τα σχετικά προφίλ. Η σωστή απάντηση είναι ναι. Αλλά και αν δεν το κάνει κάποιος κατά την εγκατάσταση, μπορεί πάντα να επιστρέψει στο "More Actions" και να εγκαταστήσει τα σχετικά προφίλ. Κάπως έτσι, εκτός από την υποστήριξη ελέγχου λειτουργιών του Wave Link μέσα από το Elgato Stream Deck, εγκαθίστανται και έτοιμα προφίλ με έτοιμες τις βασικές λειτουργίες που θα ήθελε κάποιος να ελέγξει. Εδώ βλέπουμε το σχετικό προφίλ στην περίπτωση που κάποιος διαθέτει το Elgato Stream Deck XL. Ο έλεγχος που μπορεί να έχει κάποιος στο Wave Link και συνεπώς στο Elgato Wave XLR μέσω του λογισμικού Stream Deck είναι ιδιαίτερα εκτενής, καθώς περιλαμβάνει πολλές κατηγορίες εντολών, με αρκετές επιλογές στην κάθε μία. Με την ενσωμάτωση του εκτενούς και ομολογουμένως ιδιαίτερα βολικού αυτού ελέγχου του Wave Link και του Elgato Wave XLR στο λογισμικό Stream Deck, η Elgato ισχυροποιεί το οικοσύστημά της και κάνει πιο θελκτική την επιλογή του συνόλου των προϊόντων της. Επίλογος Το Elgato Wave DX είναι ένα δυναμικό μικρόφωνο υψηλής ποιότητας, ειδικά σχεδιασμένο για χρήση streaming. Η ποιότητα του ήχου που συλλαμβάνει είναι εξαιρετική για την κατηγορία του και μπορεί να φτάσει σε συχνότητα δειγματοληψίας τα 96 KHz και σε βάθος ήχου τα 24 bit. Η κλασσική του εμφάνιση, με μοντέρνες πινελιές, συνοδεύεται από την υψηλή ποιότητα κατασκευής που μας έχει συνηθίσει τόσο η Elgato, όσο και η μητρική της εταιρία, η Corsair. Το γεγονός ότι είναι δυναμικό και όχι πυκνωτικό βοηθάει στην απόρριψη θορύβου από το περιβάλλον, κάτι το οποίο επίσης υποστηρίζεται και από το καρδιοειδές μοτίβο λήψης, που απορρίπτει ήχους προερχόμενους πίσω από το μικρόφωνο. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό καθώς δεν έχουμε όλοι studio για να υπάρχει απόλυτη ησυχία κατά την ηχογράφηση ή το streaming. Το Elgato Wave XLR είναι ένα XLR audio interface που παρέχει σύνδεση XLR στο Elgato Wave DX (ή και οποιοδήποτε άλλο XLR μικρόφωνο) και προσφέρει υψηλή ποιότητα ήχου, απλότητα στη χρήση και μια σειρά λειτουργιών, όπως το Low Pass Filter και το Clipguard που βελτιώνουν τον ήχο του μικροφώνου στις ηχογραφήσεις και στα streaming μας. Οι εξειδικευμένες λειτουργίες του, ειδικά μελετημένες για streaming, όπως η έξοδος ήχου monitoring απ' ευθείας πάνω από το μικρόφωνο - για απουσία latency - και η μίξη ήχου από το μικρόφωνο και τον υπολογιστή, κάνουν την παραγωγή περιεχομένου μια πολύ πιο εύκολη υπόθεση. Ο βραχίονας Elgato Wave Mic Arm είναι στιβαρός, σταθερός και εύκολος στη μετακίνηση και τοποθέτηση, ενώ μένει σταθερός όπου τον τοποθετήσει ο χρήστης. Η μέγιστη οριζόντια έκτασή του στα 78 εκατοστά είναι σχετικά χαμηλή για την κατηγορία τιμής του, όπως χαμηλό είναι και το μέγιστο βάρος υποστηριζόμενου μικροφώνου που βρίσκεται στο 1 κιλό. Εφ' όσον όμως οι προδιαγραφές αυτές καλύπτουν το σενάριο χρήσης σας, η ποιότητα και στιβαρότητα του βραχίονα είναι εξαιρετικές. Σημαντική θεωρώ επίσης τη δυνατότητα τακτοποίησης του XLR καλωδίου εντός του βραχίονα. Το καλώδιο Elgato XLR Cable διαθέτει ποιοτικά βύσματα που εφαρμόζουν χωρίς πολύ τζόγο αλλά συνδέονται και αποσυνδέονται εύκολα και χωρίς προβλήματα. Το ίδιο το καλώδιο είναι περισσότερο δύσκαμπτο από ότι θα ήθελα, χωρίς να γίνεται δυσλειτουργικό. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι είναι sleeved, κάτι που όμως του προσδίδει επιπλέον αντοχή. Το λογισμικό Wave Link συνδυάζεται αρμονικά με τα παραπάνω για να ολοκληρώσει την εμπειρία ψηφιακής μίξης και υψηλής ποιότητας που υπόσχεται εταιρία. Η δε ενσωμάτωση εκτενούς ελέγχου του Wave Link και συνεπώς του Elgato Wave XLR μέσω του λογισμικού Stream Deck ανεβάζει τη συνολική εμπειρία σε άλλο επίπεδο άνεσης και ευκολίας. Όλα αυτά (και άλλα για τα οποία όσοι πηδάτε από την εισαγωγή στον επίλογο θα πρέπει να ανατρέξετε στο review), έρχονται με κάποιο κόστος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα προτεινόμενα από την εταιρία κόστη για τα παραπάνω προϊόντα είναι τα εξής: Elgato Wave DX : €119,99 Elgato Wave XLR: €169,99 Elgato Wave Mic Arm: €99,99 Elgato XLR Cable: €24,99 Συνολικό κόστος για όλο το πακέτο δηλαδή είναι τα €414.96, ποσό διόλου ευκαταφρόνητο αλλά και σαφώς δικαιολογημένο για αυτό το επίπεδο ποιότητας, λειτουργικότητας, ευελιξίας και ήχου. Μια γρήγορη έρευνα στο διαδίκτυο αποκάλυψε τις εξής τιμές στην Ελληνική αγορά (κατά το χρόνο συγγραφής του παρόντος review): Elgato Wave DX : €94,35 Elgato Wave XLR: €169,90 Elgato Wave Mic Arm: €94,89 Elgato XLR Cable: Δεν βρέθηκε Συνεπώς μπορούμε να δούμε ότι οι πραγματικές τιμές της αγοράς είναι προς τα κάτω των επίσημων τιμών. Ας συνοψίσουμε τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των Elgato Wave DX, Elgato Wave XLR, Elgato Wave Mic Arm και Elgato XLR Cable: Πλεονεκτήματα + Ποιότητα ήχου. + Δειγματοληψία ήχου έως 96 KHz και βάθος ήχου έως 24 bit. + Απόρριψη θορύβου περιβάλλοντος λόγω δυναμικού μικροφώνου και καρδιοειδούς μοτίβου λήψης. + Low Pass Filter και Clipguard. + Ευελιξία καθώς το Elgato Wave DX μπορεί να χρησιμοποιηθεί με οποιοδήποτε XLR Audio Interface και το Elgato Wave XLR μπορεί να χρησιμοποιηθεί με οποιοδήποτε XLR μικρόφωνο. + Ο βραχίονας Elgato Wave Mic Arm είναι εύχρηστος και στιβαρός. + Το καλώδιο Elgato XLR Cable διαθέτει ποιοτικά βύσματα και δείχνει ιδιαίτερα ανθεκτικό. + Λογισμικό ψηφιακής μίξης Wave Link με υποστήριξη VST3 και VST2 Plugins. + Εκτενής έλεγχος του Wave Link (και συνεπώς του Elgato Wave XLR) μέσω του Stream Deck. + Απλός χειρισμός. + Λειτουργικότητα. + Monitoring ήχου μέσω εξόδου ακουστικών πάνω στο Elgato Wave XLR, χωρίς latency. + Μίξη ήχου από το μικρόφωνο και τον υπολογιστή που ελέγχεται από το Elgato Wave XLR και ακούγεται στην έξοδο ακουστικών του. + Συνδεσιμότητα USB C με τον υπολογιστή. + Mute μέσω πλήκτρου αφής για αθόρυβο χειρισμό + Ποιότητα και αίσθηση υλικών + Ποιότητα κατασκευής + Κλασσική αισθητική με μοντέρνες πινελιές Μειονεκτήματα - Απουσία δυνατότητας πλήρους απενεργοποίησης του Elgato Wave XLR (πλήκτρο off). - Η μέγιστη οριζόντια έκταση του Elgato Wave Mic Arm είναι μόλις 78 εκατοστά. - Το μέγιστο βάρος υποστηριζόμενου μικροφώνου του Elgato Wave Mic Arm είναι μόλις 1 κιλό. - Το Elgato XLR Cable είναι σχετικά δύσκαμπτο, λόγω του sleeving.  TheLAB.GR Ευχαριστούμε θερμά την Elgato για την παραχώρηση του δείγματος της δοκιμής. Πολύμερος Αχανιώτης 16/02/2023
  6. Εισαγωγή Ένα ακόμη Barebone της Shuttle βρήκε το δρόμο προς τον πάγκο των δοκιμών μας. Αυτή τη φορά πρόκειται για το κορυφαίο σε επιδόσεις 1.3L Shuttle XPC Slim DH670 που υποστηρίζει τη χρήση επεξεργαστών Intel 12ης γενιάς. Το Shuttle XPC Slim DH670 στηρίζεται στο σασί που έχουμε συνηθίσει από τα προηγούμενα αντίστοιχα μοντέλα της εταιρείας αλλά όπως θα δούμε παρακάτω έχει κάποιες διαφορές στο εσωτερικό έτσι ώστε να μπορέσει να ανταπεξέλθει στις αυξημένες απαιτήσεις της 12ης γενιάς επεξεργαστών της Intel. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Συσκευασία και Παρελκόμενα Το Shuttle XPC Slim DH670 έρχεται προστατευμένο σε ένα κλασσικό χαρτονένιο κουτί με πράσινες εκτυπώσεις και ένα βολικό χερούλι μεταφοράς στο επάνω μέρος. Το κουτί είναι ίδιο για όλη τη σειρά XPC Slim της εταιρείας και το μοντέλο καθώς και τα βασικά χαρακτηριστικά του αναγράφονται σε αυτοκόλλητο στη μία από τις μικρές πλευρές του κουτιού. Εντός του κουτιού βρίσκουμε ένα μικρότερο που περιέχει όλα τα απαραίτητα παρελκόμενα. Εντός του μικρού κουτιού βρίσκουμε το τροφοδοτικό και το καλώδιο του ρεύματος, το VESA mount για στήριξη του Shuttle XPC Slim DH670 στο πίσω μέρος κάποιου συμβατού μόνιτορ, βίδες για το VESA mount και για την στήριξη των drives, ένα thermal pad, thermal paste για τον επεξεργαστή, ένα καπάκι για το CPU socket και το CD με τους drivers της μητρικής. Τώρα τι να το κάνει κάποιος το CD εν έτει 2023, δε θα το σχολιάσω. Ένα οικονομικό Flash Drive θα ήταν σαφώς μια πιο λειτουργική και κομψή λύση. Στη συσκευασία περιλαμβάνεται επίσης το Quick Guide που εξηγεί πώς γίνεται η εγκατάσταση των εξαρτημάτων στο Shuttle XPC Slim DH670 καθώς και οδηγίες εγκατάστασης του VESA mount. Κουτί και Τροφοδοτικό Οι διαστάσεις του Shuttle XPC Slim DH670 είναι 16,5cm (π) x 19cm (β) x 4,3cm (υ) και ο όγκος του είναι μόλις 1.3 λίτρα. Το κουτί του αποτελείται εξ' ολοκλήρου από μέταλλο, εκτός από την πρόσοψη που αποτελείται από πλαστικό. Στην πρόσοψη, ξεκινώντας από αριστερά βρίσκουμε υποδοχή για μικρόφωνο, υποδοχή για ακουστικά καθώς και τα ενδεικτικά LEDs λειτουργίας του συστήματος και δραστηριότητας των drives. Στο κέντρο βρίσκουμε το τετράγωνο πλήκτρο εκκίνησης και στα δεξιά του ένα SD card reader. Στο δεξί μέρος της πρόσοψης βρίσκουμε 3 θύρες USB A καθώς και 1 θύρα USB C. Η μπλε θύρα USB A καθώς και η θύρα USB C είναι τύπου USB 3.2 Gen 1 και υποστηρίζει ταχύτητες έως και 5Gbps ενώ οι κόκκινες θύρες USB A είναι τύπου USB 3.2 Gen 2 και υποστηρίζουν ταχύτητες έως και 10Gbps. Βρίσκω παράξενη την επιλογή να χρησιμοποιηθεί η USB C σύνδεση για μία από τις πιο αργές θύρες των 5Gbps αντί για μία από τις ταχύτερες των 10Gbps. Τα πλαϊνά είναι διάτρητα για να επιτρέπουν την ροή αέρα και έχουν υποδοχές για τις βίδες του VESA mount καθώς και υποδοχές για χρήση Kensington Lock. Το επάνω μέρος έχει ένα διάτρητο τμήμα από όπου τροφοδοτούνται με αέρα οι ανεμιστήρες που ψύχουν την ψύκτρα του επεξεργαστή. Στο κάτω μέρος βρίσκουμε τα αυτοκόλλητα με τα στοιχεία του μοντέλου και τις πιστοποιήσεις. Υπάρχουν επίσης ελαστικά ποδαράκια καθώς και 2 βίδες που θα πρέπει να αφαιρεθούν αν χρειαστεί ποτέ να αφαιρεθεί η μητρική. Στο πίσω μέρος βρίσκουμε την πλειοψηφία των υποδοχών σύνδεσης καθώς και τις 2 βίδες που χρειάζεται να ξεβιδώσουμε προκειμένου να αφαιρέσουμε το καπάκι και να αποκτήσουμε πρόσβαση στο εσωτερικό. Ακριβώς κάτω από τις 2 βίδες υπάρχουν 2 στρογγυλές οπές, καλυμμένες με μέταλλο που μπορεί να αφαιρεθεί με πίεση με το κατσαβίδι. Αυτές οι οπές είναι για τις κεραίες του προαιρετικού αξεσουάρ WLN-M που προσφέρει 802.11ac/b/g/n WLAN και Bluetooth 4.0 ή εναλλακτικά για τις κεραίες του επίσης προαιρετικού αξεσουάρ WWN03 που περιλαμβάνει μία riser adapter card και 2 κεραίες με τα απαραίτητα καλώδια σύνδεσης για την εγκατάσταση κάποιου 4G/LTE module. Ξεκινώντας από αριστερά, βρίσκουμε την υποδοχή τροφοδοσίας και δίπλα της τις 2 θύρες HDMI 2.0b. Ακολουθούν 2 θύρες Display Port 1.4 και στη συνέχεια 2 θύρες δικτύου RJ45 1Gbps με λειτουργία WOL. Δεξιότερα από τις RJ45 βρίσκουμε 2 κόκκινες θύρες USB A, τύπου USB 3.2 Gen 2 (10Gbps) και δεξιότερα από αυτές 2 μπλε θύρες USB A, τύπου USB 3.2 Gen 1 (5 Gbps). Πάνω από τις RJ45 και τις USB A, βρίσκουμε 2 σειριακές θύρες. Η μία εξ' αυτών μπορεί να αντικατασταθεί από το προαιρετικό αξεσουάρ PVG01 που παρέχει μια κλασσική υποδοχή VGA D-Sub. Τέλος, κάτω δεξιά, βρίσκουμε 4 pin όπου μπορούν να συνδεθούν πλήκτρο απομακρυσμένης ενεργοποίησης, πλήκτρο clear CMOS καθώς και εξωτερική παροχή 5V DC. Στην παρακάτω εικόνα βλέπουμε όλα τα παραπάνω στοιχεία, συγκεντρωμένα. Το τροφοδοτικό είναι της AcBel και έχει αναβαθμιστεί στα 120W από τα 90W που ήταν στα προηγούμενα μοντέλα XPC Slim που είχαμε δει, ενώ αντίστοιχα αυξήθηκε ο όγκος και το βάρος του. Είναι πιθανόν ότι καθώς η 12η γενιά των επεξεργαστών της Intel έχει αυξημένες απαιτήσεις σε κατανάλωση, η αναβάθμιση αυτή να σχετίζεται με αυτό, αν και απέχει αρκετά από τις μέγιστες απαιτήσεις σε λειτουργία Turbo κάποιων επεξεργαστών που υποστηρίζει το Shuttle XPC Slim DH670. Συνεπώς, οι συγκεκριμένοι επεξεργαστές, τόσο για λόγους τροφοδοσίας όσο και - αναμφίβολα - για λόγους ψύξης (σε ένα τόσο μικρό σασί) δε θα μπορέσουν να φτάσουν στις μέγιστες δυνατές επιδόσεις τους. Εγκατάσταση Επεξεργαστή, Μνήμης και Αποθηκευτικών Μέσων Αφαιρέσαμε τις 2 βίδες από το πίσω μέρος και το καπάκι για να αποκτήσουμε πρόσβαση στο εσωτερικό του Shuttle XPC Slim DH670. Διακρίνουμε μια υποδοχή για drive 2.5" καθώς και το καλώδιο σύνδεσης για δεδομένα και τροφοδοσία του drive. Επίσης βλέπουμε τους 2 ανεμιστήρες που ψύχουν την ψύκτρα του επεξεργαστή. Ξεβιδώνουμε τη μία βίδα που στηρίζει το πλαίσιο υποδοχής του drive 2.5" και στη συνέχεια τις 4 βίδες που συγκρατούν την ψύκτρα του επεξεργαστή. Έτσι, αποκτούμε πρόσβαση στη μητρική, με όλες τις υποδοχές και διασυνδέσεις. Βλέπουμε το socket του επεξεργαστή, 2 υποδοχές για μνήμες SODIMM καθώς και 2 υποδοχές Μ.2, για τοποθέτηση 2 M.2 συσκευών με τη μία επάνω από την άλλη. Η κάτω υποδοχή είναι για τα προαιρετικά αξεσουάρ ασύρματης διασύνδεσης που αναφέραμε ενώ η πάνω υποδοχή για κάποιον NVME SSD. Καθώς το Shuttle XPC Slim DH670 είναι ένα Barebone, είναι απαραίτητο ο χρήστης να προσθέσει τον επεξεργαστή, τη RAM καθώς και κάποιο drive. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, επέλεξα τον επεξεργαστή Intel Core i7 12700, τις μνήμες Kingston Hyper-X Impact 2x16GB 2666MHz και τον NVME SSD Western Digital Black SN850X 1GB. Ο επεξεργαστής που επιλέχτηκε είναι ο 2ος ισχυρότερος στη λίστα υποστηριζόμενων επεξεργαστών για το Shuttle XPC Slim DH670. Αν δει κανείς τις προδιαγραφές του Intel Core i7 12700, θα παρατηρήσει ότι η βασική του κατανάλωση είναι στα 65W, που είναι σαφώς εντός των δυνατοτήτων του Shuttle XPC Slim DH670. Μια προσεκτικότερη ματιά αποκαλύπτει ότι η μέγιστη κατανάλωση του εν λόγω επεξεργαστή σε λειτουργία Turbo φτάνει τα 180W, που είναι σαφώς εκτός των δυνατοτήτων τόσο της τροφοδοσίας όσο και της ψύξης που μπορεί να προσφέρει το Shuttle XPC Slim DH670, καθώς και κάθε άλλο σύστημα αυτών των διαστάσεων. Ως εκ τούτου, δεν μπορούμε να περιμένουμε τις μέγιστες δυνατές επιδόσεις που θα μπορούσε να έχει ο εν λόγω επεξεργαστής, τοποθετημένος σε κάποια μεγαλύτερη υλοποίηση. Η εγκατάσταση των παραπάνω είναι απλή και αυτονόητη. Μοναδική δυσκολία είναι η βίδα στήριξης του M.2 NVME SSD που βρίσκεται σε δυσπρόσιτο σημείο και καθώς δεν είναι μαγνητική, η τοποθέτησή της αποτελεί... πρόκληση. Ακολούθως, βάζουμε την θερμοαγώγιμη που περιλαμβάνεται στη συσκευασία στον επεξεργαστή και βιδώνουμε την ψύκτρα σταυρωτά και σταδιακά, έτσι ώστε να ασκεί ομοιόμορφη πίεση σε όλη την επιφάνεια του επεξεργαστή. Παρατηρούμε ότι μέρος του SSD υπερκαλύπτεται από την ψύκτρα του επεξεργαστή. Σε εκείνο το σημείο, αν θέλουμε, μπορούμε να τοποθετήσουμε το thermal pad που βρήκαμε στα παρελκόμενα έτσι ώστε εκείνο το τμήμα του SSD που υπερκαλύπτεται από την ψύκτρα να ψύχεται παράλληλα από αυτήν. Τώρα, αυτή η επιλογή έχει πολλά ενδιαφέροντα σημεία. Αρχικά, έχει νόημα μόνο αν ο controller του SSD που είναι και το θερμότερο τμήμα του βρίσκεται εντός της καλυπτόμενης επιφάνειας. Συνήθως, κάπου εκεί βρίσκεται, όντως. Υπάρχει όμως και το ενδεχόμενο σε περίπτωση που τρέχουμε κάποια βαριά εφαρμογή, η θερμότητα από τον επεξεργαστή να μεταφέρεται μέσω της ψύκτρας στον controller του SSD. Θεωρώ ότι θα ήταν καλύτερα να μην υπήρχε το τμήμα της ψύκτρας που βρίσκεται πάνω από τον SSD και να είχε ο SSD τη δική του μικρή ψύκτρα. Έτσι δε θα υπήρχε μεταφορά θερμότητας μεταξύ επεξεργαστή και SSD controller καθώς επίσης και θα ήταν δυνατή η αντικατάσταση του SSD χωρίς την αφαίρεση της ψύκτρας του επεξεργαστή και συνεπώς την ανάγκη αντικατάστασης και της θερμοαγώγιμης πάστας του. Η διαφορά μάζας της ψύκτρας του επεξεργαστή που θα χανόταν μπορεί εύκολα να καλυφθεί με επέκτασή της προς τα αριστερά, όπως βλέπουμε την παρακάτω φωτογραφία. Για τις μετρήσεις του παρόντος review, αλλά και για να σας δείξουμε την τοποθέτηση του drive 2.5" που υποστηρίζει το Shuttle XPC Slim DH670, χρησιμοποιήσαμε τον πιστό μας OCZ ACR 100, που λειτουργεί ακόμα άψογα και ενημερώθηκε με Windows 11 και τις τελευταίες εκδόσεις των προγραμμάτων μέτρησης. Το σύστημα είναι έτοιμο. Ψύξη Επεξεργαστή Πριν προχωρήσουμε παρακάτω, ας δούμε από πιο κοντά το σύστημα ψύξης του επεξεργαστή. Αυτό αποτελείται από μια αλουμινένια ψύκτρα χαμηλού προφίλ με χάλκινη βάση και 2 heat pipes που βοηθούν στη διασπορά της θερμότητας, καθώς και από 2 ανεμιστήρες. Οι ανεμιστήρες είναι συνδεδεμένοι σε κοινό βύσμα και από τον τύπο του βύσματος βλέπουμε ότι είναι τύπου PWM. Το μοντέλο είναι το Apistek SA6102U. Πρόκειται για ανεμιστήρες διαστάσεων 60x60x10mm, τάσης τροφοδοσίας 12V και κατανάλωσης 0.40A. Το εύρος περιστροφών ανά λεπτό είναι από 800 έως 4800 ±10%, κάτι που σημαίνει ότι ανάλογα με τις ανάγκες ψύξης και τις στροφές των ανεμιστήρων, το Shuttle XPC Slim DH670 προβλέπεται να είναι από σχεδόν αθόρυβο έως εξαιρετικά θορυβώδες. Προδιαγραφές και Μητρική Τα βασικά χαρακτηριστικά του Shuttle XPC Slim DH670 φαίνονται στον παρακάτω πίνακα. Όπως θα δείτε το Shuttle XPC Slim DH670 δεν έχει πολλά να ζηλέψει από μεγαλύτερες σε διαστάσεις υλοποιήσεις και μπορεί να λειτουργήσει ως ένα εξαιρετικό workstation. Για όποιον θέλει να δει αναλυτικά τα χαρακτηριστικά του Shuttle XPC Slim DH670, παρατίθεται ο παρακάτω πλήρης πίνακας χαρακτηριστικών: Τα περισσότερα από τα παραπάνω χαρακτηριστικά αφορούν ουσιαστικά τη μητρική του Shuttle XPC Slim DH670 την οποία βλέπετε παρακάτω: Η μητρική του Shuttle XPC Slim DH670 βασίζεται στο Chipset Η670 της Intel και διαθέτει LGA 1700 CPU Socket. Μέσω αυτού υποστηρίζει επεξεργαστές Intel 12ης γενιάς. Χρησιμοποιεί πυκνωτές στερεής κατάστασης (Solid State) για μεγαλύτερη αντοχή στο χρόνο. Διαθέτει 2 SODIMM Sockets που υποστηρίζουν μνήμη DDR4 στα 1,2V και με συχνότητα λειτουργίας έως και 3200MHz, υποστηρίζοντας συνολικά μέχρι και 64GB μνήμης RAM. Για τα μέσα αποθήκευσης υπάρχει 1 θύρα SATA 3.0 (6Gb/s) και 1 θύρα Μ.2 2280 PCIe Gen 4.0 X4 που υποστηρίζει το πρωτόκολλο NVME (και το SATA 3.0 αν για κάποιον αδιανόητο λόγο το επιλέξει κάποιος). Υπάρχει επίσης μια θύρα M.2 2230 που μπορεί να φιλοξενήσει τα προαιρετικά αξεσουάρ WLN-M ή WWN03 τα οποία θα συνδεθούν με τις κεραίες που μπορεί να τοποθετηθούν στις υποδοχές του πίσω μέρους του κουτιού που αναφέραμε νωρίτερα. Συνολικά, μια σύγχρονη, ολοκληρωμένη και ισχυρή μητρική που δύσκολα θα αφήσει κάποιον παραπονεμένο από πλευράς δυνατοτήτων, ειδικά όταν μιλάμε για ένα τόσο μικρό σύνολο. Μεθοδολογία Μετρήσεων Φτάσαμε λοιπόν στην ώρα των μετρήσεων. Όπως είδαμε παραπάνω, ο επεξεργαστής που χρησιμοποιήθηκε είναι ο Intel Core i7 12700, οι μνήμες είναι οι Kingston Hyper-X Impact 2x16GB 2666MHz και ο NVME SSD είναι ο Western Digital Black SN850X 1GB. O SSD με τα μετροπρογράμματα που χρησιμοποιήθηκε ήταν ο OCZ ARC 100 240GB. Τα μετροπρογράμματα που χρησιμοποιήσαμε στη σημερινή παρουσίαση είναι τα ακόλουθα: AIDA64 Engineer Edition 6.85.6300 το οποίο είναι μια ευγενική προσφορά της Finalwire PCMark 10 Professional Edition 2.1.2574 το οποίο είναι μία ευγενική προσφορά της UL Benchmarks 3DMark Professional Edition 2.25.8043 το οποίο είναι μία ευγενική προσφορά της UL Benchmarks Cinebench R23, R20 & R15, SuperPI Mod 1.5, WPrime 2.11 & Fritz Chess Benchmark Χρονισμοί CPU και RAM Ο Intel Core i7 12700 που χρησιμοποιούμε στο συγκεκριμένο review είναι ένας επεξεργαστής 12ης γενιάς Alder Lake με 8 Performance πυρήνες με hyperthreading και 4 efficiency πυρήνες, χωρίς hyperthreading. Ο συνολικός αριθμός threads είναι συνεπώς 20. Η βασική του κατανάλωση (TDP) είναι στα 65W, που σαφώς μπορεί να υποστηρίξει το Shuttle XPC Slim DH670 αλλά η μέγιστη κατανάλωση που μπορεί να φτάσει σε λειτουργία Turbo είναι τα 180W, που είναι σαφώς έξω από τις δυνατότητες του εν λόγω barebone. Συνεπώς δεν μπορούμε να περιμένουμε τις μέγιστες επιδόσεις του συγκεκριμένου επεξεργαστή σε αυτή την υλοποίηση. Η μητρική του Shuttle XPC Slim DH670 βασίζεται στο chipset Η670 της Intel. Υποστηρίζει PCIe 4.0, το BIOS είναι της ΑΜΙ και η τελευταία διαθέσιμη έκδοση κατά τη συγγραφή του παρόντος review είναι η 1.02. Όσον αφορά τη μνήμη RAM, χρησιμοποιήθηκαν 2 αρθρώματα SODIMM 2666MHz, 16GB έκαστο. Δυστυχώς η μητρική του Shuttle XPC Slim DH670, όπως και όλες οι μητρικές που έχουμε δει στα barebones της Shuttle, δεν υποστηρίζει καμία ρύθμιση για τους χρονισμούς των μνημών, αλλά βασίζεται αποκλειστικά στα JEDEC profiles που ενσωματώνουν οι μνήμες. Στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτό δεν αποτέλεσε πρόβλημα καθώς οι μνήμες αναγνωρίστηκαν κανονικά και λειτούργησαν στη σωστή συχνότητα και με τους σωστούς χρονισμούς (εκτός από το tRC που τέθηκε στο 52 αντί στο 60), αλλά θα ήθελα να δω περισσότερες επιλογές στο BIOS, τουλάχιστον όσον αφορά τις μνήμες. Η ενσωματωμένη στον επεξεργαστή κάρτα γραφικών είναι η Intel UHD 770. Για τις δοκιμές, επέλεξα στο BIOS να της δώσω τη μέγιστη δυνατή μνήμη, 512MB. Κατανάλωση, Θερμοκρασίες, Χρονισμοί, Θόρυβος Στο παρακάτω διάγραμμα βλέπουμε την κατανάλωση του Shuttle XPC Slim DH670. Βλέπουμε ότι η κατανάλωση τόσο χωρίς όσο και με φορτίο είναι ελαφρώς μεγαλύτερη από αυτή που είχαμε δει στο Shuttle XPC Cube DH310 με τον Intel Core i3 8100, κάτι σαφώς αναμενόμενο λόγω της μεγάλης διαφοράς πυρήνων και επιδόσεων μεταξύ των 2 επεξεργαστών και πιθανώς της περισσότερης RAM. Αξιοσημείωτη είναι η πτώση της κατανάλωσης κατά την απενεργοποίηση, σε σχέση με τα παλαιότερα μοντέλα. Η μητρική του Shuttle XPC Slim DH670 διαθέτει ένα EC για τον έλεγχο των στροφών των ανεμιστήρων, των τάσεων και της θερμοκρασίας της μητρικής που δεν παρέχει πληροφορίες μέσα από τα Windows. Μέσα από το BIOS οι πληροφορίες αυτές είναι διαθέσιμες, αλλά όχι από τα Windows, τουλάχιστον με όλα τα γνωστά σχετικά προγράμματα. Ως εκ τούτου, δεν μπορώ να γνωρίζω τις στροφές των ανεμιστήρων, τη θερμοκρασία της μητρικής ή πιθανές πτώσεις τάσεων κατά τη διάρκεια των δοκιμών. Το BIOS δίνει επιλογές για τους ανεμιστήρες ώστε να τεθούν σε Smart Mode, όπου οι στροφές ρυθμίζονται αυτόματα και είναι το mode με το οποίο έρχεται η μητρική και που χρησιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του review, καθώς και σε 4 ακόμα σταθερές επιλογές ταχύτητας, οι οποίες φαίνονται στον παρακάτω πίνακα. Παρακάτω βλέπουμε αναλυτικά τα αποτελέσματα του stress test του AIDA64 όπως αυτό χρησιμοποιήθηκε για την παραπάνω μέτρηση. Η δοκιμασία πραγματοποιήθηκε για 20 λεπτά, με θερμοκρασία περιβάλλοντος 20°C. Παρατηρούμε τα εξής ενδιαφέροντα: Οι θερμοκρασίες των πυρήνων δεν ξεπέρασαν τους 66°C. Δεν υπήρξε CPU Thrrottling κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας. Οι μέγιστη συχνότητα λειτουργίας των πυρήνων έφτασε τα 4788MHz, κάτι που αντικατοπτρίζει την Performance Core Max Turbo Frequency του επεξεργαστή που είναι θεωρητικά 4800MHz. Δεν έφτασε όμως την Intel Turbo Boost Max Technology 3.0 Frequency των 4900MHz που απαιτεί περισσότερη τροφοδοσία και ψύξη. Η μέγιστη κατανάλωση του επεξεργαστή έφτασε, σύμφωνα με το AIDA64, τα 61,34W. Ο θόρυβος από τους ανεμιστήρες, που είναι ιδιαίτερα ήσυχοι στο idle, έγινε αρκετά έντονος και ενοχλητικός κατά τη διάρκεια του Stability Test, κάτι που είναι αναμενόμενο λόγω του μεγέθους τους και των υψηλών στροφών. Είναι σαφές ότι το Shuttle XPC Slim DH670 είναι σταθερό και μπορεί να διαχειριστεί τη θερμότητα που εκλύουν τα υποσυστήματά του, ακόμα και με τη χρήση του 2ου ισχυρότερου επεξεργαστή που υποστηρίζει. Ο θόρυβος των ανεμιστήρων δεν είναι σε καμία περίπτωση αμελητέος σε συνθήκες υψηλού φορτίου. Ας δούμε λοιπόν πώς τα πήγε το Shuttle XPC Slim DH670 με τον Intel Core i7 12700 και τα 32GB RAM DDR4-2666 στις ενότητες που ακολουθούν. AIDA64 Ξεκινάμε τις μετρήσεις μας με το AIDA64, όπου οι επιδόσεις του Intel Core i7 12700 είναι σαφώς μεγαλύτερες από τα υπόλοιπα Slim συστήματα και υπολείπονται μόνο αυτών του Intel Xeon W-1390P. Στα FPU tests η διαφορές των επεξεργαστών είναι μικρότερη αλλά ο Intel Core i7 12700 παραμένει ο 2ος ισχυρότερος. Τα Memory tests αντικατοπτρίζουν τη διαφορά τόσο στη συχνότητα όσο και στη χωρητικότητα μεταξύ των συστημάτων. PCMark10 Το PCMark10 μας δίνει μια πιο συνολική εικόνα των επιδόσεων που μπορούμε να περιμένουμε από το Shuttle XPC Slim DH670 και όχι μόνο των επιδόσεων του επεξεργαστή. Έγιναν οι μετρήσεις του Extended Test καθώς και του Applications Test το οποίο μετράει τις επιδόσεις στο MS Office 2019. Στο Extended Test οι διαφορές παραμένουν εμφανείς και εξαρτώνται από το πού βασίζεται το κάθε τεστ, καθώς κάποια βασίζονται σε επιδόσεις ενός μόνο πυρήνα και εξαρτώνται αποκλειστικά από τη συχνότητα, άλλα εκμεταλλεύονται όλους τους πυρήνες και μετρούν συνολική επεξεργαστική ισχύ και άλλα εκμεταλλεύονται την κάρτα γραφικών. Το Shuttle XPC Slim DH670 με τον Intel Core i7 12700 υπολείπεται μόνο του Shuttle XPC Cube SW580R8 με τον Intel Xeon W-1390P. Στο Applications Test, το Shuttle XPC Slim DH670 με τον Intel Core i7 12700 κυριαρχεί, ξεπερνώντας στην πλειοψηφία των δοκιμών ακόμα και το Shuttle XPC Cube SW580R8 με τον Intel Xeon W-1390P. Για όσους ενδιαφέρονται, παραθέτω τα γραφήματα του PCMark10 κατά τις εκτελέσεις των παραπάνω δοκιμών. PCMark10 Application PCMark10 Extended 3DMark Στις δοκιμές του 3DMark, τα αποτελέσματα είναι τα αναμενόμενα. Είναι σαφές ότι η ενσωματωμένη λύση γραφικών του Intel Core i7 12700 είναι ταχύτερη από τις ενσωματωμένες λύσεις γραφικών των άλλων επεξεργαστών, ενώ φυσικά, η Nvidia RTX 3060 Ti είναι σε εντελώς άλλη κατηγορία επιδόσεων. Λοιπές Μετρήσεις CPU Κλείνουμε τις μετρήσεις με μερικά ακόμη δημοφιλή benchmarks. Στο Super Pi MOD 1.5 τo Shuttle XPC Slim DH670 με τον Intel Core i7 12700 υπολείπεται μόνο του Shuttle XPC Cube SW580R8 με τον Intel Xeon W-1390P Στο wPrime 2.11 παρατήρησα κάτι παράξενο που απαίτησε περισσότερη διερεύνηση. Συγκεκριμένα, ενώ στο τεστ των 32M το Shuttle XPC Slim DH670 με τον Intel Core i7 12700 ήταν μακράν το ταχύτερο, ακόμα και από το Shuttle XPC Cube SW580R8 με τον Intel Xeon W-1390P, στο τεστ των 1024Mδεν είχε καθόλου καλές επιδόσεις. Ο Task Manager έδειξε ότι ενώ το τεστ ξεκινάει χρησιμοποιώντας και τα 20 διαθέσιμα threads, στην πορεία περιορίζεται μόνο στα 4 threads των Efficiency Cores. Αυτό είναι πιθανώς αποτυχία συνεργασίας του wPrime και του Core Scheduler. Ως εκ τούτου, τα αποτελέσματα του wPrime 2.11 1024M είναι παραπλανητικά και δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα, αλλά δείχνουν πιθανά προβλήματα που μπορεί να αντιμετωπίσει ένας χρήστης με εφαρμογές που δεν έχουν σχεδιαστεί έτσι ώστε να υποστηρίζουν την αρχιτεκτονική της Intel με Performance και Efficiency cores. Στα Cinebench R15 και R20, τo Shuttle XPC Slim DH670 με τον Intel Core i7 12700 υπολείπεται μόνο του Shuttle XPC Cube SW580R8 με τον Intel Xeon W-1390P. Παράλληλα, στο παρόν review χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά και το Cinebench R23, συνεπώς δεν υπάρχουν συγκριτικά από προηγούμενα reviews. Βλέπουμε όμως τη διαφορά των επιδόσεων Multi Core μεταξύ αυτών του ενός τεστ και των συνεχόμενων τεστ για 10 λεπτά, που αντικατοπτρίζει την πτώση επιδόσεων λόγω thermal throttling και που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι της τάξης του 6%. Όχι και άσχημα για μια τόσο μικρή υλοποίηση. Όσον αφορά το Fritz Chess Benchmark, το τεστ αυτό υποστηρίζει μέχρι 16 threads και συνεπώς δεν μπορεί να εκμεταλλευτεί πλήρως το Shuttle XPC Slim DH670 με τον Intel Core i7 12700. Απολογισμός Οι επιδόσεις ενός Barebone εξαρτώνται από τις επιμέρους επιδόσεις των τμημάτων που το αποτελούν. Δηλαδή του κουτιού, της μητρικής, της ψύκτρας και του τροφοδοτικού. Για να δούμε πώς τα πάει σε αυτούς τους τομείς το Shuttle XPC Slim DH670. Όσον αφορά το κουτί λοιπόν, είναι έξυπνα σχεδιασμένο, με πολύ καλή ποιότητα κατασκευής και σωστή εκμετάλλευση του χώρου. Όντας μόλις 1.3 λίτρα, παραμένει επαρκές για τα βασικά (επεξεργαστή, μνήμη, NVME SSD) και χωράει επιπλέον και ένα SATA drive 2.5" για επιπλέον αποθηκευτικό χώρο. Το τροφοδοτικό του Shuttle XPC Slim DH670 είναι 120W και μπορεί να υπερκαλύψει τις ανάγκες του συστήματος που δεν ξεπέρασαν τα 90W σε όλες τις δοκιμές μας. Η ψύκτρα του επεξεργαστή είναι πολύ χαμηλού προφίλ και έξυπνα σχεδιασμένη καθώς με τα 2 heat pipes μεταφέρει τη θερμότητα του επεξεργαστή σε όλη την επιφάνειά της. Πέρα από αυτό, οι επιδόσεις της είναι περιορισμένες από το μέγεθός της και οι αρκετά αθόρυβοι στις χαμηλές στροφές ανεμιστήρες της, γίνονται θορυβώδεις σε υψηλές. Και τέλος η μητρική, από την οποία δεν είχα κανένα παράπονο. Πλήρως εξοπλισμένη, λειτουργική και γενναιόδωρη για το μέγεθός της. Κατά το χρόνο της συγγραφής του παρόντος review, η οικονομικότερη τιμή στην οποία μπόρεσα να εντοπίσω το Shuttle XPC Slim DH670 στην Ελληνική αγορά ήταν τα 382,20 ευρώ συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α. Η τιμή είναι λογική για ένα προϊόν πιστοποιημένο για χρήση 24/7 και σε περιβάλλοντα με θερμοκρασία έως και 50°C, που δε θα αφήσει κανέναν παραπονεμένο σε κανέναν σχεδόν τομέα. Ας συνοψίσουμε τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του Shuttle XPC Slim DH670: Πλεονεκτήματα + Πιστοποίηση χρήσης 24/7 σε περιβάλλοντα με θερμοκρασία έως 50°C. + Μικρό μέγεθος 1.3L. + Μητρική πλήρης χαρακτηριστικών με chipset Intel H670. + Υποστήριξη M.2 NVME SSD PCIe 4.0 4x. + 4 θύρες USB 3.2 Gen2 (10Gbps) και 4 θύρες USB 3.2 Gen1 (5Gbps). + 2 θύρες 1G LAN με υποστήριξη WOL. + Υποστήριξη 2.5" SATA 3.0 drive για αποθηκευτικό χώρο. + 2 Display Ports 1.4 καθώς και 2 HDMI 2.0b για τη σύνδεση έως και 4 οθονών. Μειονεκτήματα - Αδυναμία μητρικής να ορίσει χρονισμούς RAM εκτός JEDEC profiles. - Θόρυβος υπό φορτίο. - Υποχρεωτική αφαίρεση της ψύκτρας του επεξεργαστή για την αντικατάσταση του M.2 SSD. - Αδυναμία παρακολούθησης τάσεων, θερμοκρασίας και στροφών ανεμιστήρων μητρικής μέσα από τα Windows. Με βάση τα παραπάνω, η συνολική βαθμολογία του Shuttle XPC Slim DH670 είναι:  TheLAB.GR Ευχαριστούμε θερμά τη Shuttle για την παραχώρηση του δείγματος της δοκιμής. Πολύμερος Αχανιώτης 03/01/2023
×
×
  • Δημιουργία...

Important Information

Ο ιστότοπος theLab.gr χρησιμοποιεί cookies για να διασφαλίσει την καλύτερη εμπειρία σας κατά την περιήγηση. Μπορείτε να προσαρμόσετε τις ρυθμίσεις των cookies σας , διαφορετικά θα υποθέσουμε ότι είστε εντάξει για να συνεχίσετε.