Jump to content

GriGaS

Reviewers
  • Posts

    8.755
  • Εγγραφή

  • Τελευταία Επίσκεψη

  • Ημέρες που κέρδισε

    15

Everything posted by GriGaS

  1. Εισαγωγή Έχουν περάσει παραπάνω από 4 χρόνια από την τελευταία φορά που δοκιμάσαμε κάποιο fanless barebone της σειράς DS της Shuttle και με την ανακοίνωση της νέας σειράς DS50U έφτασε στο εργαστήρι μας η ναυαρχίδα της οικογένειας, το DS50U7 το οποίο όπως καταλαβαίνετε από το τελευταίο ψηφίο του ονόματός του εξοπλίζεται με επεξεργαστή Core i7 και συγκεκριμένα τον i7 1355U της οικογένειας Raptor Lake. Όπως και τα προηγούμενα μοντέλα της ίδιας οικογένειας, έτσι και η σειρά DS50Ux (όπου x ο επεξεργαστής) απευθύνεται τόσο σε μικρό βαθμό στον μέσο χρήστη που απαιτεί την απόλυτη ησυχία από το HTPC ή τον υπολογιστή γραφείου του, όσο και σε μεγαλύτερο βαθμό σε επαγγελματικές, βιομηχανικές ή εργαστηριακές εφαρμογές που απαιτούν πιστοποιημένη 24ωρη λειτουργία και διάφορες -όχι και τόσο συνηθισμένες- θύρες Ι/Ο. Οι επεξεργαστές που θα βρούμε διαθέσιμους στα barebones της σειράς DS50Ux, ξεκινούν από τον Celeron 7305U και φτάνουν έως τον Core i7 1355U με 2 p-cores, 8 e-cores, 12 threads, 12MB Cache και συχνότητα που υπό προϋποθέσεις, μπορεί να φτάσει τα 5.00 GHz. Ας αφήσουμε όμως τις εισαγωγές και ας περάσουμε στα τεχνικά χαρακτηριστικά του Shuttle XPC Slim DS50U7, με επεξεργαστή Core i7 1355U που θα δοκιμάσουμε σήμερα. Τεχνικά Χαρακτηριστικά Τα τεχνικά χαρακτηριστικά του Shuttle Shuttle XPC Slim DS50U7 παρουσιάζονται αρκετά αναλυτικά παρακάτω, ενώ για ακόμα πιο αναλυτικές πληροφορίες μπορείτε να επισκεφθείτε και την ιστοσελίδα του προϊόντος. H σειρά XPC Slim DS50U είναι διαθέσιμη σε 4 εκδόσεις, με διαφοροποίηση στη CPU, ξεκινώντας από Intel Celeron και φτάνοντας στον i7 που δοκιμάζουμε σήμερα. H επιλογή επεξεργαστή επηρεάζει και την ενσωματωμένη GPU με τον Celeron 7305 και τον i3 1315U να συνοδεύονται από Intel UHD graphics με 48 και 64 execution units αντίστοιχα, ενώ οι μεγαλύτεροι i3 1335u και i7 1355u συνοδεύονται από Intel Iris Xe με 80 και 96 execution units αντίστοιχα. Αναλυτικό πίνακα σύγκρισης των διαθέσιμων επεξεργαστών μπορείτε να βρείτε στην σχετική ιστοσελίδα της Intel. Aφήνοντας τον επεξεργαστή, βλέπουμε πως το DS50U7 μπορεί να συνδεθεί με έως και τρεις οθόνες, έχει δύο υποδοχές M.2-2280 για SSD ή το εξάρτημα WWN04 για τη σύνδεση 4G/5G module (στην περίπτωση που επιλέξετε δύο SSD ο ένας θα πρέπει να είναι SATA), διαθέτει δύο θύρες δικτύου με τη μία να υποστηρίζει 2.5G ενώ διαθέτει και συνολικά 8 θύρες USB με τις δύο να υποστηρίζουν 10Gbps, τις τέσσερεις 5 Gbps, ενώ για λόγους συμβατότητας με ιδιότροπες παλιές συσκευές βρίσκουμε και δύο θύρες που ακολουθούν την παλαιότερη έκδοση USB2.0. Όπως βλέπετε, η σειρά DS50Ux μπορεί να καλύψει ένα μεγάλο εύρος εφαρμογών. Οι θύρες Ι/Ο που διαθέτει είναι παραπάνω από επαρκείς και η ύπαρξη 2 καρτών δικτύου με δυνατότητες load balancing & failover, μίας σειραϊκής θύρας και ενός τετράπινου κοννέκτορα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί, είτε για εξωτερικό power button, είτε για τροφοδοσία 5V σε συνδυασμό με την πιστοποιημένη δυνατότητα 24ωρης λειτουργίας, το καθιστούν ιδανικό για μια μεγάλη σειρά επαγγελματικών εφαρμογών. Επιπλέον των παραπάνω, η σειρά DS50Ux είναι συμβατή με το εξάρτημα τοποθέτησης σε rack PRM01, το οποίο δίνει τη δυνατότητα τοποθέτησης δύο slim συσκευών σε rack καταλαμβάνοντας χώρο 2U, με το εξάρτημα τοποθέτησης σε ράγα DIN των 35mm (αυτή που κρεμάμε τους μικροαυτόματους στους ηλεκτρολογικούς πίνακες) DIR01 ενώ με το εξάρτημα PCP11 μπορούμε να αντικαταστήσουμε τη θύρα VGA με μία ακόμα COM. Και πάμε στο θέμα της τιμής, όπου όπως πολύ σωστά υποθέτετε βάσει όσων έχουμε δει σε προηγούμενα review είναι και στην περίπτωση των DS50Ux μία πονεμένη ιστορία. Έτσι η έκδοση με τον i7 έχει προτεινόμενη τιμή λιανικής 947 ευρώ ενώ η μικρή έκδοση με τον Celeron κοστίζει 351 ευρώ. Ενδιάμεσα τοποθετούνται όπως είναι αναμενόμενο οι i3 και i5 με τιμές 593 και 827 ευρώ αντίστοιχα. Τα παραπάνω ποσά είναι απαγορευτικά προφανώς για οικιακή χρήση και η αγορά ενός barebone της συγκεκριμένης σειράς δικαιολογείται μόνο για επαγγελματική χρήση που θα εκμεταλλεύεται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Συσκευασία - Παρελκόμενα To DS50U7 έρχεται σε μία τυπική για την Shuttle συσκευασία. Το χαρτονένιο κουτί έχει γίνει κοινό για όλα τα Shuttle που χωράνε σε αυτό και οι παρατηρητικοί θα δουν πως απουσιάζουν πλέον από το σκαρίφημα του συστήματος οτιδήποτε έχει σχέση με θύρες και κουμπιά. Στην πλάγια όψη υπάρχει ένα μεγάλο έγχρωμο αυτοκόλλητο με τα βασικά τεχνικά χαρακτηριστικά του barebone. Ανοίγοντας τη συσκευασία, πέρα από το καλά προστατευμένο barebone βρίσκουμε και το κλασικό κουτί με τα παρελκόμενα. O εξοπλισμός του DS50U7 είναι ο ίδιος που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στα Fanless XPC και έτσι σε αυτόν, εκτός από το στήριγμα Vesa περιλαμβάνεται και η βάση/ποδαράκια για την όρθια τοποθέτηση. Επιπλέον αυτού, τα παρελκόμενα που θα βρείτε είναι το τροφοδοτικό των 90W της AC Bel που δίνει τάση 19V και ρεύμα έως 4.74Α και όλες τις απαραίτητες βίδες για την στήριξη ενός HDD/SSD των 2.5" καθώς και για τη στήριξη VESA. Φυσικά υπάρχει οδηγός quick start σε αρκετές γλώσσες και ένα DVD με τους απαραίτητους οδηγούς. Ναι καλά διαβάσατε, ακόμα DVD με οδηγούς δίνει η Shuttle (ζω για την ημέρα που δεν θα γράψω αυτή την πρόταση σε review της Shuttle). Tέλος παρέχονται και τέσσερα thermal pads με τα 2 να προορίζονται για τους M.2 SSD και τα άλλα 2 για τα SODIMM των μνημών. Όπως καταλαβαίνετε, καλό είναι πριν την εγκατάτασταση να ρίξετε μια ματιά στο quickstart guide. Το εξωτερικό Όσον αφορά το εξωτερικό του, το DS50U7 εμφανίζεται σαφώς ανανεωμένο σε σχέση με την προηγούμενη γενιά. Έτσι το σύνολο της άνω όψης είναι διάτρητο, γεγονός που έαν συνδυαστεί με το σαφώς αυξημένο βάρος του μας προϊδεάζει πως κάτι έχει αλλάξει με το σύστημα παθητικής ψύξης. Κατά τα άλλα η μπροστινή του όψη διαθέτει 2 θύρες USB των 10 gbps (κόκκινες), 4 θύρες των 5 gbps (μπλε) τα κλασσικά τριπολικά audio jack των 3.5mm και τα ενδεικτικά LED λειτουργίας και προσπέλασης της μονάδας αποθήκευσης. Δυστυχώς όπως και στην περίπτωση του DL30N που είχαμε δει πρόσφατα, έτσι και εδώ απουσιάζει τόσο ο αναγνώστης μνημών SD όσο και κάποια θύρα Type C. Περνώντας στην πίσω πλευρά, από τα δεξιά προς τα αριστερα βλέπουμε την υποδοχή τροφοδοσίας, τις δύο θύρες RJ45 (η μία από τις δύο υποστηρίζει έως και 2.5 Gbit Ethernet), μία θύρα VGA (η οποία μπορεί να αντικατασταθεί από μία σειριακή), δύο θύρες USB 2.0 (ιδιαίτερα χρήσιμες για ιδιότροπες βιομηχανικές συσκευές) και μία σειριακή θύρα (με υποστήριξη βοηθητικής τροφοδοσίας 5/12V και τη αριστερή να μπορεί να ακολουθήσει εκτός του RS232 και τα πρωτόκολλα RS422/RS485). Η σύνδεση με οθόνη πέρα από τη θύρα VGA που ήδη αναφέραμε γίνεται επίσης με μία θύρα HDMI 2.0b και άλλη μία Displayport 1.4a που μπορούν να υποστηρίξουν αναλύσεις έως και 4096x2160 στα 60Hz, ενώ δεν απουσιάζει και η κλασσική μικρή τετράγωνη οπή στα τέρμα αριστερά με τα 2 ζεύγη jumpers. Με το ένα ζεύγος μπορούμε να εκτελέσουμε Clear Cmos χωρίς να χρειάζεται να ανοίξουμε το καπάκι, ενώ στο άλλο μπορούμε να συνδέσουμε έναν εξωτερικό διακόπτη τροφοδοσίας, πράγμα πολύ χρήσιμο σε περιπτώσεις που θα περιλαμβάνουν την τοποθέτησή του barebone σε κάποιο δύσκολα προσπελάσιμο σημείο. Τέλος υπάρχουν και δύο υποδοχείς SMA όπου μπορούν να τοποθετηθούν κεραίες ασύρματης δικτύωσης. Eλαφρώς διαφοροποιημένη σε σχέση με τις προηγούμενες γενιές είναι και η κάτω πλευρά του DS50U7, μιας και αντί για τα δύο ανεξάρτητα καπάκια που είχαμε συνηθίσει να βλέπουμε, πλέον υπάρχει ένα ενιαίο, το οποίο στο πάνω του μέρος φαίνεται να έχει και κάτι βιδωμένο. Το εσωτερικό Συνεχίζουμε λοιπόν ξεβιδώνοντας τις δύο βίδες που είδαμε ότι συγκρατούν το ενιαίο πλέον κάτω καπάκι και με το που το αφαιρέσουμε ερχόμαστε αντιμέτωποι με δύο εκπλήξεις. Η πρώτη αφορά την ολοκαίνουργια βάση τοποθέτησης μονάδας αποθήκευσης των 2.5" (το μεταλλικό εξάρτημα που βλέπουμε σε φυσικό χρώμα μετάλλου. Η δεύτερη έκπληξη είναι η ευμεγέθης μεταλλική επιφάνεια που βρίσκεται στο καπάκι (οι 4 βίδες που αναφέραμε στην προηγούμενη ενότητα) η οποία αναλαμβάνει την ψύξη των δύο M.2 SSD καθώς και των SODIMM των μνημών με τη βοήθεια των τεσσάρων thermal pads που είδαμε στην ενότητα με τα παρελκόμενα. Δεδομένου ότι οι nvme SSD φημίζονται για τις υψηλές θερμοκρασίες τους, κάθε βοήθεια είναι παραπάνω από ευπρόσδεκτη. Αφαιρώντας τη βάση της μονάδας των 2.5", βλέπουμε μία τυπική μητρική Shuttle. Τα πάντα είναι τακτοποιημένα, χάρη στην πολύ καλή εκμετάλλευση κάθε διαθέσιμης πιθαμής χώρου. Ας πάμε να εστιάσουμε λίγο περισσότερο στις λεπτομέρειες που αφορούν την εγκατάσταση των υποσυστημάτων που θα εξοπλίσουν το τελικό σύστημα. Το ορθογώνιο που βλέπετε εκεί που θα τοποθετηθεί το κάτω SODIMM είναι το σημείο που θα πρέπει να τοποθετήσουμε το ένα από τα δύο thermal pad των μνημών. Όσον αφορά τις θύρες Μ.2 υπάρχει σαφής σήμανση για το ποια είναι ποια μιας και όπως εξηγήσαμε, εάν επιλέξουμε την εγκατάσταση δύο SSD ο ένας θα πρέπει να είναι SATA, ενώ εάν θελήσουμε να εγκαταστήσουμε την κάρτα που δίνει συνδεσιμότητα 5G αυτή θα πρέπει να μπει στη θέση με τη σήμανση CN3. Μία ακόμα υποδοχή M.2, διάστασης 2230 αυτή τη φορά, θα φιλοξενήσει την προαιρετική κάρτα WiFi, ενώ τα καλώδια για τις κεραίες της βρίσκονται εν αναμονή ακριβώς δίπλα της. Mιας και η διάτρητη πάνω πλευρά μας κίνησε την περιέργεια όσον αφορά το παθητικό σύστημα ψύξης, αποφασίσαμε να προχωρήσουμε και άλλο στα ενδότερα του barebone. Έτσι μετά από αρκετές βίδες, καταφέραμε να αφαιρέσουμε τη μητρική. Στη φωτογραφία που ακολουθεί πέρα από τον επεξεργαστή (το ξέρατε ότι οι laptop επεξεργαστές της Intel είναι ορθογώνιοι;) και τα εξαρτήματα που αναλαμβάνουν τη σωστή τροφοδοσία του με ρεύμα, βλέπουμε και ένα ακόμα thermal pad. Αυτό αναλαμβάνει τη μεταφορά της θερμότητας του κάτω SODIMM που ειχαμε δει λίγο νωρίτερα στην παθητική ψύκτρα του επεξεργαστή. Και κάπου εδώ φτάσαμε στην ψύκτρα η οποία στην ουσία είναι όλο το καπάκι με ένα μεγάλο heatpipe να αναλαμβάνει τη μεταφορά θερμότητας στο σύνολο της επιφάνειάς του. Mε TDP 15W που όμως σε καταστάσεις turbo μπορεί να ανέβει στα 55W (ανάλογα με το προφίλ που έχει δώσει ο κατασκευαστής) είμαστε πολύ περίεργοι για τις θερμοκρασίες που θα δούμε στις σχετικές μετρήσεις. Και μιας και είπαμε μετρήσεις, αρκετά με τις φωτογραφίες, ώρα για το ζουμί της παρουσίασης. Πώς τα πάει το DS50U7 σε σχέση με άλλα fanless και μη barebones που έχουμε δοκιμάσει στο παρελθόν; Η απάντηση στην επόμενη ενότητα. Μεθοδολογία Μετρήσεων Για τις μετρήσεις της σημερινής παρουσίασης εγκαταστήσαμε την έκδοση 23Η2 των Windows 11 στον Samsung 970 Evo, εγκαταστήσαμε τους οδηγούς από την ιστοσελίδα της Shuttle και χρησιμοποιήσαμε τα ακόλουθα μετροπρογράμματα: AIDA64 Engineer Edition, το οποίο είναι μια ευγενική προσφορά της Finalwire PCMark 10 Professional Edition, το οποίο είναι μία ευγενική προσφορά της UL Benchmarks 3DMark Professional Edition, το οποίο είναι μία ευγενική προσφορά της UL Benchmarks Procyon Suite, το οποίο είναι μία ευγενική προσφορά της UL Benchmarks Cinebench R24, R23, R20 & R15 και Geekbench. Ας δούμε λοιπόν πώς τα πήγε το DS50U7 με τον Intel Core i7-1355u και τα 16GB Ram DDR5-5200 στις ενότητες που ακολουθούν. Αποτελέσματα Μετρήσεων AIDA64 - Cinebench - Geekbench Ξεκινάμε όπως πάντα με το AIDA64 όπου βλέπουμε μία μικρή βελτίωση επιδόσεων στις μετρήσεις της CPU σε σχέση με την προηγούμενη (δωδέκατη) γενιά επεξεργαστών Intel, με εξαίρεση το Photoworxx όπου η σαφώς ταχύτερη μνήμη δίνει προβάδισμα της τάξης του 20%. Φυσικά οι επιδόσεις του desktop i7 είναι σε κάποιες περιπτώσεις εντελώς εκτός συναγωνισμού, πράγμα αναμενόμενο. Στα όρια των στατιστικών διαφορών οι διαφορές στις μετρήσεις FPU, ενώ στις μετρήσεις που αφορούν τη μνήμη, η DDR5 του DS50U7 είναι σαφώς γρηγορότερη από οποιαδήποτε DDR4 έχει δοκιμαστεί ως τώρα. Ανάλογη με το AIDA64 είναι η κατάσταση και στις μετρήσεις των διαφόρων εκδόσεων του Cinebench όπου ανάλογα το τεστ βρίσκουμε από μικροδιαφορές έως σημαντικό προβάδισμα (σε μετρήσεις όπου προφανώς παίζει ρόλο η ταχύτητα του υποσυστήματος της μνήμης). Και εδώ σε κάποιες περιπτώσεις ο desktop i7 έχει υπερδιπλάσια επίδοση (π.χ. στο R23 Multi core) δε λείπουν όμως και μετροπρογράμματα όπου λόγω μνήμης και GPU παρουσιάζεται 15% πιο αργός (R14 OpenGL). Kαι μιας και θίξαμε το θέμα GPU, όπως βλέπουμε στις μετρήσεις OpenCL και Vulcan του Geekbench, η νέα έκδοση της Ιntel Xe σε συνδυασμό με τη μνήμη DDR5 δίνουν προβάδισμα στο DS50U7 με αύξηση επιδόσεων της τάξης του 30%. PCMark 10 Περνώντας στο PCMark10 που προσομοιώνει πιο καθημερινή χρήση ενός υπολογιστή, ο συνδυασμός της νέας GPU, της γρηγορότερης μνήμης και του ελαφρώς έστω βελτιωμένου επεξεργαστή, δίνει στο DS50U7 σαφές προβάδισμα ακόμα και στο desktop DH670 σε όλες τις μετρήσεις εκτός του Microsoft Excel που εξαρτάται πολύ από τις επιδόσεις του επεξεργαστή. Procyon Suite Αντίστοιχα με το PCMark10 είναι τα αποτελέσματα και στο νεότερο Procyon Suite όπου και πάλι βλέπουμε προβάδισμα της 13ης γενιάς έναντι της προηγούμενης τόσο χάρη στη βελτίωση του επεξεργαστή, όσο και χαρη στη γρηγορότερη RAM. 3DMark Καθαρά για αρχειακούς λόγους (δε νομίζω πως κάποιος θα ασχοληθεί με gaming στο συγκεκριμένο barebone) σας παραθέτουμε και τα αποτελέσματα στα 4 καθιερωμένα benchmarks του 3DMark τα οποία σε γενικές γραμμές επιβεβαιώνουν το μοτίβο που είδαμε να δημιουργείται και στα προηγούμενα μετροπρογράμματα. Θερμοκρασίες - Κατανάλωση - Θόρυβος Ξεκινώντας από τις θερμοκρασίες οι οποίες μετρήθηκαν με το Stability Test του AIDA64 σε θερμοκρασία χώρου 21 βαθμούς, αρχικά βλέπουμε πως σε καμία φάση της εκτέλεσης του τεστ δεν παρατηρήθηκε έστω κάποιο στιγμιαίο throttling. Για τους μεν p-cores παρατηρούμε πως στιγμιαία έφτασαν τη μέγιστη turbo συχνότητα των 5 GHz, αλλά τελικά ο μέσος όρος συχνότητας ήταν λίγο κάτω από την ονομαστική του 1.7 Ghz μιας και όπως βλέπουμε στο τέλος του τεστ έτρεχαν λίγο κάτω από τα 1.6 Ghz. Αντίστοιχα ήταν τα πράγματα και για τους e-cores οι οποίοι επίσης έφτασαν τη μέγιστη turbo συχνότητα των 3.7 GHz διατηρώντας μέση συχνότητα λίγο πάνω από τη βασική του 1.2 GHZ. Kάτω λοιπόν από τις παραπάνω συνθήκες και αφού τρέξαμε το stability test για 40 λεπτά (όπως κάνουμε σε όλα τα fanless συστήματα), η μέγιστη θερμοκρασία πυρήνα ήταν 72 βαθμοί. Λαμβάνοντας υπόψη πως η θερμοκρασία χώρου ήταν 21 βαθμοί, δηλαδή 19 βαθμοί κάτω από την μέγιστη θερμοκρασία λειτουργίας των 40 βαθμών που δίνει η Shuttle, μπορούμε να πούμε με αρκετή βεβαιότητα πως δε θα έχουμε throttling ούτε και σε θερμοκρασία χώρου 40 βαθμών κελσίου μιας και η μέγιστη θερμοκρασία λειτουργίας του επεξεργαστή σύμφωνα με την Intel είναι 100 βαθμοί Κελσίου. Όσον αφορά την κατανάλωση, αυτή ήταν ελαφρώς αυξημένη σε σχέση με το i7 προηγούμενης γενιάς, γεγονός που δικαιολογείται από τις επιπλέον θύρες Ι/Ο και πιθανώς τη χρήση μνήμης DDR5. Σε κάθε περίπτωση η κατανάλωση είναι πάρα πολύ χαμηλή, γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό για σύστημα που πιθανότατα θα λειτουργεί σε 24ωρη βάση. Τέλος όσον αφορά το θόρυβο, παρά την απουσία οποιουδήποτε κινούμενου μέρους, παρατηρήσαμε ένα πολύ ελαφρύ coil whine, την ακριβή προέλευση του οποίου δεν καταφέραμε να εντοπίσουμε. Αυτό γινόταν αντιληπτό μόνο σε συνθήκες απόλυτης ησυχίας, άρα δεν είναι κάτι που θα ενοχλήσει ακόμα σε περιβάλλον γραφείου. Επίλογος Και κάπου εδώ φτάνουμε και στο τέλος της σημερινής παρουσίασης, η οποία για την πλειοψηφία των αναγνωστών είχε καθαρά φιλολογικό ενδιαφέρον μιας το target group της σειράς DS50 και ιδιαίτερα των core εκδόσεων είναι εξαιρετικά εξειδικευμένο. To DS50U7 με τιμή που ξεπερνάει τα 1000 ευρώ ως πλήρες σύστημα, σίγουρα δεν απευθύνεται ούτε στον οικιακό χρήστη ούτε σε αυτόν που χρειάζεται έναν υπολογιστή γραφείου. Όπως έχουμε γράψει δεκάδες φορές σε προηγούμενες παρουσιάσεις, είναι ένα σύστημα "ειδικών" αποστολών, φτιαγμένο για 24ωρη χρήση είτε αυτή είναι εργαστηριακή είτε βιομηχανική. H τεράστια διαφορά τιμής (κάπου 600 ευρώ) ανάμεσα στην έκδοση με τον Intel Celeron και την έκδοση με τον i7 που δοκιμάσαμε σήμερα, μας οδηγεί αναπόφευκτα να ξαναεκφράσουμε τον προβληματισμό που είχαμε θέσει και στην παρουσίαση του DS10U3 πριν τεσσεράμιση χρόνια. Μήπως η Shuttle θα έπρεπε να κοιτάξει και προς AMD μεριά; Σε κάθε περίπτωση, και χρησιμοποιώντας αρκετά barebones της Shuttle σε καθημερινή βάση, με κάποια από αυτά να βρίσκονται σε 24ωρη λειτουργία (το παλαιότερο από τα οποία σε λίγες εβδομάδες κλείνει 8 έτη καθημερινής λειτουργίας έχοντας επιζήσει και από ένα πέσιμο από το 1 μέτρο) μπορούμε να πούμε πως για όσους το χρειάζονται, το DS50U7 μπορεί να γίνει ένας αξιόπιστος συνεργάτης. Εξοπλισμένο με πολύ καλό επεξεργαστή, πολλές δυνατότητες επέκτασης (λαμβάνοντας υπόψη και το μέγεθός του) και μπόλικες θύρες Ι/Ο είναι ικανό να βγάλει σε πέρας όποια αποστολή του ανατεθεί. Ας συνοψίσουμε τα θετικά και τα αρνητικά του DS50U7 σε μορφή bullet points ώστε να περάσουμε και στη βαθμολογία: Μικρό μέγεθος Χαμηλή κατανάλωση Μηδενική στάθμη θορύβου Υποστήριξη DDR5 Έξι θύρες USB3.0 μπροστά με τις 2 να υποστηρίζουν 10gbps Θύρες HDMI & Displayport με υποστήριξη 4Κ Δυνατότητα σύνδεσης μίας μονάδας αποθήκευσης 2.5" και δύο M2 Πολύ εύκολη εγκατάσταση υποσυστημάτων Δυνατότητα σύνδεσης εσωτερικού προσαρμογέα ασύρματου δικτύου Μ2.2230 Δυνατότητα σύνδεσης εσωτερικού προσαρμογέα 5G 2 θύρες Ethernet (με τη μία να υποστηρίζει 2.5gbit) Eπιδόσεις δεδομένου μεγέθους & passive λειτουργίας Δυνατότητα στήριξης σε rack ή ράγα DIN. H τιμή των core εκδόσεων Mόνο δύο θύρες USB στο πίσω μέρος (και μάλιστα 2.0) Με βάση λοιπόν όλα τα παραπάνω, η βαθμολογία που παίρνει το DS50U7 είναι :  TheLAB.GR Ευχαριστούμε θερμά την Shuttle για την παραχώρηση του δείγματος της δοκιμής Γεώργιος GriGaS Ρήγας 05/11/2024
  2. Εισαγωγή Πριν ένα περίπου χρόνο και ενώ η 12η γενιά επεξεργαστών της Intel κυκλοφορούσε ήδη, σας παρουσιάσαμε το μικρό, οικονομικό και fanless Shuttle DL20N6V2. Στο ενδιάμεσο είδαμε μία τεράστια γκάμα από mini PC με τον επεξεργαστή 12ης γενιάς Alder Lake-N Intel N100 να κατακλύζουν την αγορά απευθυνόμενα κατά κύριο λόγο στους οικιακούς χρήστες που επιθυμούν είτε ένα σύστημα βασικών επιδόσεων για ελαφριά χρήση, είτε έναν μικρό οικιακό server - homelab χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις επεξεργαστικής ισχύος. Όπως ήταν αναμενόμενο πριν λίγο καιρό ήρθε και η σειρά της Shuttle να παρουσιάσει τη δική της υλοποίηση του Intel N100 με το XPC Slim DL30N, το οποίο όμως σε αντίθεση με όσα συστήματα έχουμε δει ως τώρα, απευθύνεται κατά κύριο λόγο σε βιομηχανικές εφαρμογές, digital signage καθώς και σε όσους χρειάζονται thin clients για την εκτέλεση δικτυακών εφαρμογών. Ρίχνοντας μία γρήγορη ματιά, βλέπουμε πως βάσει χαρακτηριστικών, αποτελεί ένα δυνάμει 100% αθόρυβο σύστημα, δεδομένης της ψύξης του με παθητικό σύστημα χωρίς ανεμιστήρα, το οποίο διαθέτει υπερπληθώρα θυρών Ι/Ο συμπεριλαμβανομένων σειριακών και διπλών 2.5Gbit Ethernet και το οποίο μπορεί να δώσει λύσεις σε αρκετές επαγγελματικές εφαρμογές. Το κατά πόσον τελικά μπορεί να το κάνει καλά θα το δούμε στη συνέχεια οπότε ας ξεκινήσουμε το review. Συσκευασία - Παρελκόμενα Το DL30N έρχεται στην τυπική συσκευασία που συναντάμε σε όλα τα Shuttle αυτών των διαστάσεων. To χαρτονένιο κουτί είναι κοινό για όλα τα XPC Slim και στην πλάγια όψη του έχει ένα μεγάλο έγχρωμο αυτοκόλλητο με μία φωτογραφία και τα βασικά τεχνικά χαρακτηριστικά του. Ανοίγοντας τη συσκευασία, πέρα από το καλά προστατευμένο barebone βρίσκουμε και το κλασσικό κουτί με τα παρελκόμενα. O εξοπλισμός του DL30N είναι ο ίδιος που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στα Slim XPC και έτσι λάμπει διά της απουσίας της η βάση/ποδαράκια για την όρθια τοποθέτηση (η σειρά DL σε αντίθεση με άλλα fanless μοντέλα της Shuttle μπορεί να δουλέψει και σε οριζόντια θέση), ενώ συμπεριλαμβάνεται το στήριγμα Vesa. Επιπλέον αυτού, τα παρελκόμενα που θα βρείτε είναι το τροφοδοτικό των 65W της Asian Power Devices που δίνει τάση 19V και ρεύμα έως 3.42Α και όλες τις απαραίτητες βίδες για την στήριξη ενός HDD/SSD των 2.5" καθώς και για τη στήριξη VESA. Φυσικά υπάρχει οδηγός quick start σε αρκετές γλώσσες και ένα DVD με τους απαραίτητους οδηγούς. Ναι καλά διαβάσατε, ακόμα DVD με οδηγούς δίνει η Shuttle (ζω για την ημέρα που δεν θα γράψω αυτή την πρόταση σε review της Shuttle). Τέλος, όπως και στην περίπτωση του NC40U7 μας παρέχεται και ενα thermal pad με το οποίο μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη βάση της μονάδας αποθήκευσης των 2.5" σαν ψύκτρα για τον SSD. Kατά την άποψη του γράφοντος το thermal pad καλό είναι να μη το χρησιμοποιήσουμε εάν σκοπεύουμε να εγκατατήσουμε κάποια μονάδα των 2.5 ιντσών μιας και είναι πιθανότατο να δούμε αντίθετα αποτελέσματα. Aξίζει να σημειώσουμε εδώ πως στα προαιρετικά παρελκόμενα του DL30Ν, πέρα από τους προσαρμογείς ασύρματης δικτύωσης WiFi και 4G, βρίσκουμε και κιτ στερέωσης αυτού τόσο σε rack 19" όσο και σε ράγα DIN. Τεχνικά Χαρακτηριστικά Τα τεχνικά χαρακτηριστικά του Shuttle DL30N παρατίθενται αναλυτικά στον πίνακα που ακολουθεί, ενώ για ακόμα πιο αναλυτικές πληροφορίες δεν έχετε παρά να επισκευθείτε την επίσημη ιστοσελίδα του προϊόντος. Όπως ο προκάτοχός του, έτσι και το DL30Ν εκτός από την τροφοδοσία των 19V που δίνει το τροφοδοτικό του, μπορεί να λειτουργήσει και με 12V χρησιμοποιώντας την ίδια είσοδο, πράγμα ιδιαίτερα βολικό σε περίπτωση βιομηχανικών εφαρμογών και όχι μόνο. H προτεινόμενη τιμή λιανικής του DL30N ανέρχεται στα 303 € συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ, ενώ κατά το χρόνο συγγραφής του review δεν το βρήκαμε διαθέσιμο στην ελληνική αγορά. Για να έχετε μια εικόνα του συνολικού κόστους ενός συστήματος με το DL30N, 16GB Ram DDR5 SODIMM κοστίζουν περίπου 60 ευρώ και ένας NVMe SSD των 500GB ξεκινάει από 40 ευρώ. Το εξωτερικό Όσον αφορά το εξωτερικό του, το DL30N έχει ελάχιστες διαφοροποιήσεις από τα προηγούμενα μοντέλα της Slim σειράς που ακολουθούν το ίδιο form factor. Στην μπροστινή πλευρά, ξεκινώντας από τα αριστερά βρίσκουμε τις τριπολικές υποδοχές των 3.5mm για σύνδεση μικροφώνου και ακουστικών και τα LED ένδειξης λειτουργίας και προσπέλασης του HDD/SSD που έχουν χρώμα μπλε και πορτοκαλί αντίστοιχα. Στο κέντρο βρίσκουμε τον διακόπτη ενεργοποίησης ενώ στα δεξιά βρίσκουμε 4 θύρες USB 3.2 Gen1 των 5 Gbit/s. Παρατηρούμε πως πέρα από το ασημι διακοσμητικό - σήμα κατατεθέν των προηγούμενων μοντέλων - απουσιάζει και ο αναγνώστης μνημών SD. Ειλικρινά δε θυμόμαστε την τελευταία φορά που είδαμε κάποιο mini PC της Shuttle χωρίς card reader. Περνώντας στην πίσω πλευρά, η οποία δυστυχώς δεν είναι βαμμένη, από τα δεξιά προς τα αριστερα βλέπουμε την υποδοχή τροφοδοσίας, τις δύο θύρες RJ45 οι οποίες υποστηρίζουν έως και 2.5 Gbit Ethernet, μία θύρα VGA και δύο σειριακές θύρες (με υποστήριξη βοηθητικής τροφοδοσίας 5/12V και τη αριστερή να μπορεί να ακολουθήσει εκτός του RS232 και τα πρωτόκολλα RS422/RS485), μία θύρα HDMI 2.0b και μία Displayport 1.4a που μπορούν να υποστηρίξουν αναλύσεις έως και 4096x2160 στα 60Hz και τέσσερεις θύρες USB 3.2 Gen 1. Η μικρή τετράγωνη οπή που υπάρχει τέρμα αριστερά φιλοξενεί 2 ζεύγη jumpers. Με το ένα ζεύγος μπορούμε να εκτελέσουμε Clear Cmos χωρίς να χρειάζεται να ανοίξουμε το καπάκι, ενώ στο άλλο μπορούμε να συνδέσουμε έναν εξωτερικό διακόπτη τροφοδοσίας, πράγμα πολύ χρήσιμο σε περιπτώσεις που θα χρησιμοποιήσουμε το DL30N σε εφαρμογές digital signage που θα περιλαμβάνουν την τοποθέτησή του barebone σε κάποιο δύσκολα προσπελάσιμο σημείο. Τέλος υπάρχουν και δύο οπές στις οποίες μπορούν να τοποθετηθούν κεραίες ασύρματης δικτύωσης. Αν και για οικιακή χρήση θα χαρακτηρίζαμε ιδιαίτερα θετική την ύπαρξη 8 συνολικά θυρών USB 3.2, θεωρούμε πως θα έπρεπε να υπάρχουν και τουλάχιστον δύο θύρες USB 2.0 για την περίπτωση κάποιας ιδιαίτερης εφαρμογής που απαιτεί τη σύνδεση με κάποια δύστροπη συσκευή η οποία δε λειτουργεί σωστά με θύρες USB 3.2. Tουλάχιστον, μιας και ο επεξεργαστής υποστηρίζει την έκδοση 2.0 του πρωτοκόλλου USB, στο εσωτερικό υπάρχει το σχετικό header για προσθήκη θυρών USB 2.0. Tέλος αξίζει να αναφέρουμε πως απουσιάζουν τόσο κάποιες πιο γρήγορες θύρες USB 3.2 Gen 2 των 10 Gbps όσο και κάποια Type C. Το εσωτερικό Ας περάσουμε τώρα στο εσωτερικό που έχει και περισσότερο ενδιαφέρον. Όσοι έχετε διαβάσει προηγούμενες παρουσιάσεις που αφορούσαν barebones της Shuttle, θα διαπιστώσετε πως το εσωτερικό έχει πάρα πολλά κοινά με προηγούμενα μοντέλα. Και γιατί να μην έχει, η Shuttle έχει βρει τον τρόπο να χωράει όσο το δυνατόν περισσότερα σε όγκο 1.3 λίτρα και ομάδα που κερδίζει συνήθως δεν αλλάζει. Σε μια πρώτη ματιά, η μεγάλη διαφοροποίηση του DL30N σε σχέση με την προηγούμενη γενιά και συγκεκριμένα το DL20N6V2 που είχαμε δει σε προηγούμενη παρουσίαση έγγειται στην αρκετά μεγαλύτερου μεγέθους παθητική ψύκτρα. Θυμάστε που στο review του DL20N6V2 είχαμε παρατηρήσει πως δυσκολευόταν να κρατήσει την burst συχνότητα για παραπάνω απο μερικά δευτερόλεπτα και έφτανε στα όρια του throttling; Από όσο φαίνεται η Shuttle το κατάλαβε και έτσι παρά το γεγονός ότι ο Intel N100 έχει κατά 40% μικρότερο TDP (μόλις 6 watt) επέλεξε να ενισχύσει το σύστημα ψύξης. Το κατά πόσον αυτό βοηθά πραγματικά θα το δούμε στα benchmarks που ακολουθούν σε λίγο. Για να αποκτήσουμε πλήρη πρόσβαση στη μητρική του DL30N ώστε να εγκαταστήσουμε μνήμη και M2 SSD χρειάζεται να αφαιρέσουμε αρχικά τη βάση τοποθέτησης μονάδας αποθήκευσης των 2.5", η οποία συγκρατείται με μία βίδα που βρίσκεται κεντρικά στην αριστερή πλευρά της φωτογραφίας. Ακριβώς κάτω από τον επεξεργαστή βρίσκουμε τη μία και μοναδική υποδοχή για μνήμη SODIMM DDR5 (o επεξεργαστής δεν υποστηρίζει dual channel) καθώς και τις δύο υποδοχές M.2, μία για κάρτα ασύρματης δικτύωσης 2230 και μία για έναν SSD μέγιστης διάστασης 2280 ο οποίος μπορεί να είναι είτε SATA είτε NVMe PCIe x2. Φυσικά υπάρχει και η δυνατότητα σύνδεσης ενός κανονικού SSD των 2.5" στη βάση που είδαμε σε προηγούμενη φωτογραφία, χρησιμοποιώντας το καλώδιο που βλέπουμε. Στην φωτογραφία που ακολουθεί βλέπουμε τα σαφώς μεγαλύτερα πτερύγια της παθητικής ψύκτρας του επεξεργαστή, η οποία επεκτείνεται και στο σύστημα τροφοδοσίας αυτού. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνουμε πως δεδομένου ότι το DL30N μπορεί να τοποθετηθεί και σε όρθια θέση με τα προαιρετικά ποδαράκια, θα βοηθούσε εάν τα πτερύγια είχαν περιστραφεί κατά 90 μοίρες ώστε να υπάρχει καλύτερη ροή αέρα προς τα επάνω. Η εγκατάσταση των υποσυστημάτων στο DL30Ν είναι εξαιρετικά απλή (δεδομένου του γεγονότος ότι ο επεξεργαστής και το σύστημα ψύξης του βρίσκονται ήδη εγκατεστημένα), παρ' όλα αυτά καλό θα ήταν να ρίξετε μια ματιά στο quick start guide πριν ξεκινήσετε. Για τις ανάγκες της σημερινής παρουσίασης, εξοπλίσαμε το barebone με 1 DIMM των 16GB που λειτουργεί στα 4800 Mhz και τoν γνωστό σε όλους Samsung 970 EVO χωρητικότητας 250 GB. Στη συνέχεια σας παραθέτουμε μία φωτογραφία της μητρικής από το quickstart guide όπου παρουσιάζονται αναλυτικά όλες οι εξωτερικές και εσωτερικές I/O καθώς και τα jumpers. 01. θύρες USB 3.2 Gen 1 (4 εμπρός και 4 πίσω) 02. Διακόπτης ενεργοποίησης 03. Led προσπέλασης μονάδας αποθήκευσης 04. Led ενδειξης λειτουργίας 05. Έξοδος ακουστικών 3.5 mm 06. Είσοδος Μικροφώνου 3.5 mm 07. Θύρα SATA 08. Slot για μνήμες DDR5 SODIMM 09. CPU Intel N100 10. Θύρα Μ.2 2242/2260/2280 για SSD M Key 11. Θύρα Μ.2 2230 για κάρτα ασύρματης δικτύωσης E Key 12. Θύρα HDMI 2.0b 13. Θύρα DisplayPort 1.4 14. Θύρα VGA 15. Θύρα δικτύου RJ45 2.5 Gbit 16. Θύρα δικτύου RJ45 2.5 Gbit 17. Είσοδος ρεύματος (λειτουργία 12V ή 19V) J1. Jumper για αυτόματη επαναφορά λειτουργίας μετά απο διακοπή τροφοδοσίας J2. Μπαταρία CMOS J3. Eπιλογή τροφοδοσίας 5/12V από τις σειριακές θύρες J4. Σύνδεση σειριακής θύρας 1 J5. Σύνδεση σειριακής θύρας 2 J6. Σύνδεση για επιπλέον θύρες USB 2.0. J7. Eξωτερικά pin για clear cmos, διακόπτη ενεργοποίησης και παροχή 5V Μεθοδολογία Μετρήσεων Για τις μετρήσεις της σημερινής παρουσίασης εγκαταστήσαμε την έκδοση 23Η2 των Windows 11 στον Samsung 970 Evo, εγκαταστήσαμε τους οδηγούς από την ιστοσελίδα της Shuttle και χρησιμοποιήσαμε τα ακόλουθα μετροπρογράμματα (για όσους - κακώς - δε διαβάσαν το review του Shuttle NC40U7 εξηγούμε αναλυτικά τη νέα μεθοδολογία στο review του): AIDA64 Engineer Edition, το οποίο είναι μια ευγενική προσφορά της Finalwire PCMark 10 Professional Edition, το οποίο είναι μία ευγενική προσφορά της UL Benchmarks 3DMark Professional Edition, το οποίο είναι μία ευγενική προσφορά της UL Benchmarks Procyon Suite, το οποίο είναι μία ευγενική προσφορά της UL Benchmarks Cinebench R24, R23, R20 & R15 και Geekbench. Ειδικά για τη σημερινή παρουσίαση, μιας και έχει ενδιαφέρον η σύγκριση του DL30N με την προηγούμενη γενιά σε κάποια από τα γραφήματα που ακολουθούν θα δείτε και αποτελέσματα του DL20NV2 το οποίο είχε μετρηθεί με Windows 10 και παλαιότερες εκδόσεις μετροπρογραμμάτων. Ας δούμε λοιπόν πώς τα πήγε το DL30Ν με τον Intel Ν100 και τα 16GB Ram DDR5-4800 στις ενότητες που ακολουθούν. Αποτελέσματα Μετρήσεων AIDA64 - Cinebench - Geekbench Όπως αναμέναμε οποιαδήποτε σύγκριση του N100 με τους i7 12ης γενιάς είτε mobile είτε desktop είναι το λιγότερο άτοπη. Γι' αυτό στο AIDA64 θα επικεντρωθούμε στην σύγκριση με τον Pentium N6005 που φορούσε η προηγούμενη γενιά της σειράς DL. Ξεκινώντας ανάποδα, βλέπουμε πως παρά την αναβάθμιση σε DDR5, το DL30N λόγω single channel υστερεί σε μετρήσεις εγγραφής και αντιγραφής μνήμης RAM ενώ παρουσιάζει αύξηση επιδόσεων της τάξης του 25% στις μετρήσεις ανάγνωσης. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα αντίστοιχα μειωμένες επιδόσεις στις μετρήσεις CPU που επηρεάζονται από την ταχύτητα της μνήμης και συγκεκριμένα στα Photoworxx και Zlib. Στις υπόλοιπες μετρήσεις CPU έχουμε επίσης μειωμένες επιδόσεις οι οποίες κατά την άποψη του γράφοντος αποδίδονται στη μεγάλη διαφορά συχνότητας στην οποία σταθεροποιούνται οι δύο επεξεργαστές όταν έχουν υψηλό φορτίο. Όσον αφορά τις μετρήσεις FPU οι δύο επεξεργαστές μπορούν να χαρακτηριστούν ως ισοδύναμοι. Στη συνέχεια βλέπουμε τις μετρήσεις όλων 4 τελευταίων εκδόσεων του Cinebench. Στο γράφημα δεν παρουσιάζουμε στοιχεία για το DL20NV2 μιας και είχαμε πάρει μετρήσεις μόνο με τα 15 και 20. Για την ιστορία, η προηγούμενη γενιά είχε μετρηθεί με 354 cb στο R15 CPU, 43.65 fps στο R15 OpenGL και 790 pts στο R20 CPU, άρα και εδώ βλέπουμε ελαφρώς μειωμένες επιδόσεις. Tέλος, σε δεύτερη εμφάνιση στα reviews μας βλέπουμε και τα αποτελέσματα CPU και GPU του geekbench. PCMark 10 Mε βάση τα αποτελέσματα που είδαμε στις μετρήσεις CPU, τα αποτελέσματα στο PCMark10 ήταν λίγο πολύ αναμενόμενα. Ένα σύστημα βασισμένο στο DL30N μπορεί να εκτελέσει άνετα βασικές εφαρμογές γραφείου και διαδικτύου, ενώ τα βρίσκει σκούρα στα παιχνίδια και στην επεξεργασία αρχείων multimedia (σίγουρα δεν περιμένατε αυτό το review για να μάθετε τις δυνατότητες του Intel N100). Mιας στα γραφήματα οι συγκρίσεις είναι με συστήματα με επεξεργαστές i7 12ης γενιάς σας παραπέμπουμε και στο FAQ του PCMark10 για να δείτε τα συστήματα αναφοράς που βαθμολογούνται με 5000. Procyon Suite Αντίστοιχα με αυτά που είδαμε στο PCMark10 Applications και τα αποτελέσματα του Procyon Office Productivity Benchmark. Υπενθυμίζουμε ότι εδώ το σύστημα αναφοράς (που σκοράρει 5000 στο γενικό σκορ) είναι ένα λαπτοπ με επεξεργαστή Intel® Core™ i5-1135G7. 3DMark Aν και κανείς δεν πρόκειται να αγοράσει το DL30N για gaming, σας παραθέτουμε τα αποτελέσματα από 4 benchmarks του 3DMark τα οποία είναι αναμενόμενα χαμηλά (αλλά δεν ενδιαφέρει κανέναν). Θερμοκρασίες - Κανατανάλωση - Θόρυβος Ας δούμε τώρα πώς τα πάει το DL30N όσον αφορά κατανάλωση, θερμοκρασίες και θόρυβο, κάτι που σίγουρα θα ενδιαφέρει τους μελλοντικούς του αγοραστές. Για τις μετρήσεις μας, όπως πάντα χρησιμοποιήσαμε το stress test του AIDA64. Τα αποτελέσματα του DL30N ήταν παραπάνω από πολύ καλά, έχοντας κατανάλωση σε idle μόλις 5.7 W, σβηστό 0.2 W ενώ σε πλήρες φορτίο η κατανάλωση ήταν μόλις 15.1 W, που αντιστοιχεί σε μείωση 40% σε σχέση με την προηγούμενη γενιά. Από όσο φαίνεται λοιπόν όσα χάσαμε σε καθαρή απόδοση στις μετρήσεις CPU τα κερδίσαμε σε απόδοση/watt πράγμα εξαιρετικά σημαντικό για το προφίλ χρήσης μίας τέτοιας συσκευής. Για την μέτρηση θερμοκρασίας, αφήσαμε το stress test του AIDA να συνεχίσει για 40 λεπτά με την θερμοκρασία περιβάλλοντος να βρίσκεται στους 23 βαθμούς κελσίου. Η μέγιστη θερμοκρασία που είδαμε στον επεξεργαστή ήταν 55 βαθμοί κελσίου, οποία χαρακτηρίζεται ως εξαιρετική. Από οσο φαίνεται ο συνδυασμός χαμηλότερου TDP και μεγαλύτερης ψύκτρας απέδωσε πάρα πολύ καλά και φαίνεται να εγγυάται τη σωστή λειτουργία της συσκευής ακόμα και στην μεγιστη θερμοκρασία λειτουργίας των 40 βαθμών που προβλέπουν οι προδιαγραφές της. Όσον αφορά το θόρυβο δεδομένου ότι μιλάμε για fanless σύστημα χωρίς μηχανικό δίσκο, αυτός απλά δεν υπήρχε, ενώ δεν παρατηρήσαμε ούτε κάποιου είδους coil whine κατά την διάρκεια της εκτέλεσης των μετροπρογραμμάτων και του stress test. Επίλογος Κάπως έτσι φτάσαμε και σήμερα στο τέλος της παρουσίασης. Το Shuttle DL30N είναι ένα σύστημα που σίγουρα δεν απευθύνεται στον οικιακό χρήστη. Kαι πώς να το κάνει αυτό όταν ένα πλήρες σύστημα όπως αυτό που μετρήσαμε αγγίζει τα 400 ευρώ, ενώ με λίγο ψάξιμο βρίσκουμε minipc ή ακόμα και laptop με αντίστοιχα χαρακτηριστικά ακόμα και με τα μισά χρήματα. Με κύριο χαρακτηριστικό του το συνδυασμό χαμηλής κατανάλωσης και απουσίας οποιουδήποτε είδους θορύβου μπορεί να αποτελέσει ένα επαγγελματικό εργαλείο, είτε αυτό λέγεται thin client, είτε digital signage είτε βιομηχανική εφαρμογή. Εξοπλισμένο με μία πληθώρα Ι/Ο, συμπεριλαμβανομένων σειριακών θυρών και διπλών 2.5 Gbit Ethernet, με δυνατότητα ταυτόχρονης απεικόνισης σε 3 οθόνες και με πιστοποίηση για 24/7 λειτουργία μπορεί να κάνει πάρα πολύ καλά κάποιες συγκεκριμένες δουλειές για τις οποίες έχει φτιαχτεί. Έχει ελαττώματα; Το πρόβλημα των θερμοκρασιών της προηγούμενης γενιάς φαίνεται να λύθηκε, οπότε τι μας εμεινε για να γκρινιάξουμε; Θα γκρινιάξουμε για τις USB. Θα θέλαμε αντί για τις 8 ίδιες USB 3.2 Type A των 5Gbps να βλέπαμε και κάποιες των 10Gbps, κάποια Type C (μας κακόμαθε η Shuttle με τα τελευταία μοντέλα της) και ένα ζευγάρι USB 2.0 για τυχόν δύστροπες συσκευές που ίσως χρειαστεί να συνδεθούν (εντάξει αυτό ειναι το λιγότερο υπάρχει εσωτερικό header). Για να μη μακρηγορούμε, ας συνοψίσουμε τα θετικά και τα αρνητικά του Shuttle XPC Slim DL30N σε μορφή bullet points ώστε να περάσουμε και στη βαθμολογία: Μικρό μέγεθος Χαμηλή κατανάλωση Απουσία οποιουδήποτε θορύβου 8 συνολικά θύρες USB 3 συνολικά θύρες για συνδεση οθόνης με τις 2 να είναι HDMI & Displayport με υποστήριξη 4Κ 60 hz Δυνατότητα σύνδεσης μονάδας αποθήκευσης 2.5" και M2 Υποστήριξη dual 2.5 Gbit Ethernet Πολύ εύκολη εγκατάσταση υποσυστημάτων Λογική τιμή (για αυτά που προσφέρει) Δυνατότητα σύνδεσης εσωτερικού προσαρμογέα ασύρματου δικτύου Μ2.2230 Εξαιρετική θερμική συμπεριφορά σε υψηλό φορτίο Απουσία βάσης για όρθια τοποθέτηση (πωλείται προαιρετικά) Απουσία θυρών USB 3.2 των 10 Gbps και θύρας Type C Απουσία card reader Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω η βαθμολογία που παίρνει το Shuttle XPC Slim DL30N είναι:  TheLAB.GR Ευχαριστούμε θερμά την Shuttle για την παραχώρηση του δείγματος της δοκιμής Γεώργιος GriGaS Ρήγας 31/05/2024
  3. Έχω 55άρα hisense με VIDAA εδω και 2μιση χρονια και είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένος!
  4. Εισαγωγή Έχουν περάσει τρεισήμισι περίπου χρόνια από την τελευταία εμφάνιση κάποιου barebone της οικογένειας XPC nano στον πάγκο των δοκιμών του TheLab.gr, αλλά η αναμονή φαίνεται πως άξιζε μιας και μετά το NC10U7 που μας παρουσίασε ο @pol77 τον Μάρτιο του 2020 (αξέχαστος μήνα για όλους) ήρθε η ώρα για το Shuttle XPC Nano NC40U7 το οποίο αποτελεί και τη ναυρχίδα της οικογένειας εξοπλισμένο με τον 10-πύρηνο Core i7-1255u. Ναι καλά διαβάσατε, έχουμε φτάσει στους 10 πυρήνες και 12 threads σε ένα μηχάνημα όγκου μικρότερου του ενός λίτρου. Όσοι παρακολουθούν τα προϊόντα της Shuttle θα έχουν ήδη διαπιστώσει πως για λόγους που δεν γνωρίζουμε, υπήρξε μία κάποια καθυστέρηση στην κυκλοφορία νέου προϊόντος της σειράς XPC nano, γεγονός που γίνεται άμεσα αντιληπτό από το γεγονός ότι από την 8η γενιά Intel Core πήγαμε στην 12η. Ας αφήσουμε όμως τις εισαγωγές και ας πάμε να δούμε τι μπορεί να κρύβει εν έτη 2023 ένας υπολογιστής όγκου 850ml. Συσκευασία - Παρελκόμενα Όπως κάθε φορά, έτσι και τώρα το κουτί που φιλοξενεί το NC40U7 είναι το γνωστό εδώ και χρόνια για τις σειρές XPC nano με το αυτοκόλλητο στο πλάι να μας πληροφορεί για τα γενικά χαρακτηριστικά της οικογένειας NC40U και ένα επιπλέον αυτοκόλλητο να μας δείχνει ποια έκδοση (στην ουσία η διαφοροποίηση βρίσκεται στον επεξεργαστή) περιέχεται στο εσωτερικό. Έχουμε μπει σε ηλικία πρεσβυωπίας, οπότε μην ταλαιπωρείστε να διαβάσετε τα τεχνικά χαρακτηριστικά από τη φωτογραφία, θα τα παρουσιάσουμε αναλυτικά στην επόμενη ενότητα. Κλασσικά, μέσα στο κουτί υπάρχει ένα δεύτερο κουτί το οποίο περιέχει όλα τα παρελκόμενα του barebone. Όπως βλέπετε και στη δεύτερη φωτογραφία αυτά είναι μάλλον αρκετούτσικα μιας και φαίνεται να ασφυκτιούν μέσα σε αυτό. Για να δούμε, πόσα εξαρτήματα μπορεί να έχει ένα barebone των 850ml; Ξεκινώντας με την αριστερή φωτογραφία βλέπουμε πως το NC40U7 έρχεται όπως και όλα τα μικρά Shuttle με βάση για στήριξη στο πίσω μέρος της οθόνης σας, αρκεί αυτή να έχει υποδοχές που ακολουθούν το πρότυπο VESA 75 ή 100. Επίσης για τους λάτρεις των μηχανικών δίσκων υπάρχει και μία βάση για την εγκατάσταση μίας μονάδας αποθήκευσης των 2.5 ιντσών η οποία μάλιστα μπορεί να έχει πάχος έως και 15 χιλιοστά. Καθόλου άσχημα, ειδικά εάν λάβουμε υπόψη πως το barebone διαθέτει και δύο θέσεις για SSD M.2 διάστασης 2280. Στην επόμενη φωτογραφία βλέπουμε δύο thermal pad, ένα πάχους 8 χιλιοστών και ένα πάχους 10 χιλιοστών, ώστε να εκμεταλευθούμε τα καπάκια του barebone για την απαγωγή της θερμότητας των SSD που θα εγκαταστήσουμε. Σε χωριστά σακουλάκια, ανάλογα με το μέγεθός τους, βλέπουμε τις διάφορες βίδες που θα χρειαστούμε καθώς και δύο ποδαράκια για την περίπτωση που επιθυμούμε να το εγκαταστήσουμε σε όρθια θέση. Εάν αποφασίσετε να το εγκαταστήσετε ξαπλωτό, τότε υπάρχουν και λαστιχένια αντιολισθητικά ποδαράκια. Το τροφοδοτικό των 65 Watt της APD που έχουμε δει πολλές φορές στο παρελθόν δύσκολα θα ζοριστεί ακόμα και σε καταστάσεις πλήρους φορτίου και από την εμπειρία του γράφοντος από την καθημερινή χρήση των barebones της Shuttle εδώ και αρκετά χρόνια είναι και ιδιαίτερα αξιόπιστο. Μερικά χούγια φαίνεται πως δεν κόβονται με τίποτα. Έτσι και αυτή τη φορά, η Shuttle έχει επιλέξει να δώσει τους απαραίτητους drivers σε ένα DVD, γεγονός που δεν χωράει εν έτει 2023 κάποιο σχόλιο. Από την άλλη το Quick Guide είναι ιδιαίτερα χρήσιμο και επεξηγηματικό και καλό θα είναι να του ρίξετε μια ματιά πριν πιάσετε κατσαβίδι. Τεχνικά Χαρακτηριστικά Τα τεχνικά χαρακτηριστικά του Shuttle XPC Nano NC40U7 παρουσιάζονται αρκετά αναλυτικά παρακάτω, ενώ για ακόμα πιο αναλυτικές πληροφορίες μπορείτε να επισκεφθείτε και την ιστοσελίδα του προϊόντος. H σειρά XPC Nano NC40 είναι διαθέσιμη σε 4 εκδόσεις, με διαφοροποίηση στη CPU, ξεκινώντας από Intel Celeron και φτάνοντας στον i7 που δοκιμάζουμε σήμερα. Όπως βλέπετε μόνο οι 2 μεγάλες εκδόσεις με i5 και i7 περιλαμβάνουν τη νέα ενσωματωμένη GPU Iris Xe η οποία (spoiler alert) μας επιφυλάσσει ευχάριστες εκπλήξεις. Πέρα από τα σχετικά με τον επεξεργαστή, ξεχωρίζουμε τη δυνατότητα εγκατάστασης 2 SSD Μ.2 με τον ένα από αυτούς να υποστηρίζει PCIe Gen4 x4, την υποστήριξη 3 οθονών (με την 3η να συνδέεται στην μπροστινή θύρα USB-C μέσω Displayport) και την ύπαρξη 7 συνολικά θυρών USB με όλες να υποστηρίζουν το πρωτόκολο USB 3.2 και 2 από αυτές (οι κόκκινες πίσω) να είναι Gen2 με μέγιστη ταχύτητα τα 10 Gbps. Πάμε τώρα στο θέμα της τιμής, το οποίο όπως έχουμε συνηθίσει και από τα προηγούμενα XPC nano είναι μια ελαφρώς πονεμένη ιστορία. H προτεινόμενη τιμή για το barebone είναι 725 ευρώ συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ, με τη μεγαλύτερη ευθύνη για αυτή να την έχει ο επεξεργαστής μιας και η έκδοση με τον Celeron έχει προτεινόμενη τιμή 224 ευρώ. Κατά το χρόνο συγγραφής του review, δεν βρήκαμε κανένα από τα NC40U διαθέσιμο στην ελληνική αγορά, μία γρήγορη όμως βόλτα στο γερμανικό idealo μας έδειξε πως η έκδοση με τον i7 είναι διαθέσιμη γύρω στα 600 ευρώ, άρα μπορούμε να ελπίζουμε για κάποια καλύτερη τιμή και στην ελληνική αγορά. Το εξωτερικό Όπως βλέπετε στις φωτογραφίες που ακολουθούν, η γενική φιλοσοφία κατασκευής του NC40U7 είναι πανομοιότυπη αυτής του προηγούμενου μοντέλου, ακολουθώντας μία λιγότερο industrial και περισσότερο οικιακή αισθητική. Σε αντίθεση με τα περισσότερα μοντέλα της Shuttle το κουτί είναι από καλής ποιότητας πλαστικό αντί για κάποιο μέταλλο με την πάνω πλευρά να έχει όψη βουρτσισμένου αλουμινίου και το λογότυπο της Shuttle στο κέντρο. Στην κάτω πλευρά, πέρα από το αυτοκόλλητο με τα πιστοποιητικά, σειριακούς αριθμούς κλπ, βρίσκουμε με την ένδειξη S τις δύο βίδες που στηρίζουν τα 2 καπάκια και στο κέντρο τις θέσεις για τις βίδες που θα στηρίξετε τη βάση VESA εάν επιλέξετε να το κρεμάσετε πίσω από την οθόνη σας. Συνεχίζοντας την περιήγηση στο εξωτερικό του NC40U7, στην μπροστινή πλευρά βρίσκουμε 2 θύρες USB 3.2 Type A των 5 Gbps, μία Type C επίσης των 5Gbps η οποία όμως περνάει και Displayport 1.4α για τη σύνδεση 3ης οθόνης με ανάλυση έως 4Κ στα 60Hz, τα δύο audio jacks για μικρόφωνο και ακουστικά και το μπουτόν ενεργοποίησης. Στα δεξιά και αριστέρα του μπουτόν υπάρχουν και δύο ενδεικτικά led, ένα για την ένδειξη προσπέλασης της μονάδας αποθήκευσης και ένα για την ένδειξη λειτουργίας του συστήματος. Δυστυχώς λάμπει δια της απουσίας του το SD Card Reader που βλέπαμε εδώ και πολλά χρόνια σε όλα τα Shuttle. Ενδεχομένως να είναι θέμα χώρου αν κ νομίζουμε πως με λίγη καλή θέληση κάπου θα μπορούσε να τοποθετηθεί, εν ανάγκη αντικαθιστώντας τα 2 τριπολικά audio jack με ένα τετραπολικό. Περνώντας στην πίσω πλευρά, βρίσκουμε την υποδοχή για παροχή ρεύματος, τις δύο εισόδους οθόνης, μία Displayport 1.4a και μία HDMI 2.0b με δυνατότητα και για τις δύο έως 4Κ 60Hz, 4 θύρες USB 3.2 (2 μπλε 5 Gbps και 2 κόκκινες των 10 Gbps) και μία Gigabit θύρα δικτύου RJ45. Θα θέλαμε κυρίως για λόγους future proofing μία 2.5 Gbps, λαμβάνοντας υπόψη ότι την έχουμε δει παρούσα σε πολύ οικονομικότερα μοντέλα της Shuttle. Oι άλλες δύο όψεις δεν έχουν κάτι ιδιαίτερα ενδιαφέρον να δείξουν. Η μεν πάνω όψη (εάν επιλέξουμε να το τοποθετήσουμε όρθιο) έχει 2 cut-outs για κεραίες wifi, μία υποδοχή για κλειδαριά kensington και τις οπές εξόδου αέρα, η δε κάτω όψη έχει γρίλιες εισόδου αέρα και τις υποδοχές όπου θα βιδώσουμε τα ποδαράκια για να το έχουμε όρθιο. Το εσωτερικό Αφού αφαιρέσουμε τις 2 βίδες που είδαμε πως βρίσκονται στην κατω πλευρά του κουτιού, μπορούμε να ξεκουμπώσουμε τα δύο καπάκια ώστε να αποκτήσουμε πρόσβαση στο εσωτερικό του barebone. Στην κάτω πλευρά, στην οποία υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο να μη χρειαστεί να επεμβείτε ποτέ, βρίσκουμε το καλώδιο για τη σύνδεση μίας μονάδας sata των 2.5 ιντσών και πάχους έως 15 mm (για την τοποθέτησή του χρειάζεται το bay που είδαμε στην ενότητα με τα παρελκόμενα) καθώς και δύο θύρες M.2 για σύνδεση SSD και κάρτας ασύρματης δικτύωσης. Στις φωτογραφίες που ακολουθούν βλέπουμε τις 2 θύρες Μ.2, μία 2230 για σύνδεση κάρτας ασύρματης δικτύωσης και μία 2280 για SSD που μπορεί να είναι είτε PCIe Gen3 x4 είτε SATA καθώς και τις 2 προεγκατεστημένες εσωτερικές κεραίες ασύρματης δικτύωσης. Περνώντας στην επάνω πλευρά βλέπουμε το γνωστό και από προηγούμενα μοντέλα σύστημα ψύξης του επεξεργαστή, τη δεύτερη υποδοχή Μ.2 2280 που εδώ υποστηρίζει αποκλειστικά NVMe SSD και μάλιστα αυτός μπορεί να είναι και Gen4 x4. Στο σημείο αυτό αξίζει να προσθέσουμε πως χάρη στην Intel® Volume Management Device Technology μπορούμε να εγκαταστήσουμε 2 NVMe SSD σε διάταξη RAID0 ή RAID1, με την ταχύτητα προφανώς να περιορίζεται από τον πιο αργό Gen3 που θα βρίσκεται στην κάτω πλευρά. Οι μνήμες που υποστηρίζονται στα 2 SODIMM slots που βλέπουμε είναι ταχύτητας 3200 Mhz στα 1.2 volt και συνολικά μπορούμε να εγκαταστήσουμε έως 64 GB. Κλείνοντας βλέπουμε πως τα 2 καπάκια στο εσωτερικό τους έχουν κολλημένες 2 μεταλλικές επιφάνειες. Αυτές πέρα από το ρόλο του EMI Shield μπορούν να χρησιμοποιηθούν και ως ψύκτρες για τους M.2 SSD χρησιμοποιώντας τα 2 thermal pad που είδαμε στην ενότητα των παρελκόμενων. Μεθοδολογία Μετρήσεων Από τη σημερινή παρουσίαση αποφασίσαμε κάποιες αρκετά σημαντικές αλλαγές στη μεθοδολογία που ακολουθούμε στις μετρήσεις. Ξεκινώντας από το λειτουργικό σύστημα, μετά από αρκετά χρόνια αποχαιρετήσαμε τα Windows 10 και καλωσορίσαμε τα Windows 11 στην έκδοση 23Η2. O βασικότερος λόγος για την απόφαση αυτή ήταν τα διάφορα ζητήματα που έχουν προκύψει στην εκμετάλλευση των performace και efficiency cores από τον scheduler των Windows 10. Όσον αφορά τα μετροπρογράμματα, αποχαιρετούμε τα SuperPI Mod, wPrime και Fritz Chess Benchmark τα οποία όπως μας ανέλυσε ο pol77 σε προηγούμενα reviews έχουν δείξει με διάφορους τρόπους την ηλικία τους και προς αντικατάστασή τους πέρα από τις νέες εκδόσεις του Cinebench προσθέσαμε και το ιδιαίτερα δημοφιλές Geekbench, με τη λογική του ότι είναι πολύ εύκολο να το τρέξει ο αναγνώστης και στο δικό του PC ώστε να έχει μία σύγκριση αυτού για το οποίο διαβάζει με αυτό που χρησιμοποιεί. Τέλος προσθέσαμε και το Procyon Office Productivity Benchmark, το νέο μετροπρόγραμμα της UL Benchmarks που παρέχει αποτελέσματα μετρήσεων που αφορούν το Microsoft Office (αντίστοιχο με το PCMark 10 Applications με διαθέσιμη έκδοση όμως και για MacOS). Τα Photo και Video editing Benchmarks του Procyon επιλέξαμε να μη τα χρησιμοποιήσουμε μιας και θεωρούμε πως ένα τέτοιο barebone δεν απευθύνεται σε όσους χρησιμοποιούν επαγγελματικά τέτοιες εφαρμογές, ενώ η εκτέλεσή τους απαιτεί και την εγκατάσταση προγραμμάτων της Adobe για τα οποία ο γράφων δε διαθέτει άδεια χρήσης. Συνοψίζοντας λοιπόν, τα μετροπρογράμματα που χρησιμοποιήθηκαν για τις ανάγκες της σημερινής παρουσίασης (και τα οποία θα χρησιμοποιούνται και στις επόμενες) είναι τα εξής: AIDA64 Engineer Edition, το οποίο είναι μια ευγενική προσφορά της Finalwire PCMark 10 Professional Edition, το οποίο είναι μία ευγενική προσφορά της UL Benchmarks 3DMark Professional Edition, το οποίο είναι μία ευγενική προσφορά της UL Benchmarks Procyon Suite, το οποίο είναι μία ευγενική προσφορά της UL Benchmarks Cinebench R24, R23, R20 & R15 και Geekbench. Όπως καταλαβαίνετε το διαθέσιμο δείγμα για συγκρίσεις ήταν εξαιρετικά περιορισμένο και σε συνδυασμό με το ότι η πλειοψηφία των πρόσφατων reviews του γράφοντος αφορούσε fanless συστήματα εντελώς άλλης κατηγορίας επεξεργαστικής ισχύος, αποφασίστηκε η σύγκριση να γίνει αποκλειστικά με το Shuttle DH670 το οποίο είχε δοκιμαστεί πρόσφατα και το οποίο στην σύνθεση με την οποία είχε μετρηθεί έχει πολύ κοντινή τιμή με το NC40U7. Κουμπώνουμε λοιπόν 16 GB Ram DDR4-3200, βιδώνουμε τον Samsung 970 στο Μ.2 slot και πάμε να benchάρουμε. Αποτελέσματα Μετρήσεων AIDA64 - Cinebench - Geekbench Ξεκινάμε όπως πάντα με το AIDA64, στο οποίο βλέπουμε πως στις μετρήσεις CPU και FPU o dekstop i7 του DH670 νικά κατά κράτος τoν αντίστοιχο mobile του NC40U. Υπενθυμίζουμε πως ο μεν mobile εχει 2 p-cores, 8 e-cores και 12 συνολικά thread ενώ ο desktop 8 p-cores, 4 e-cores και 20 συνολικά thread. Οι διαφορές που βλέπουμε στο τρίτο γράφημα που αφορά τις μνήμες δικαιολογούνται από το μεγαλύτερο χρονισμό του kit που χρησιμοποιήσαμε για το NC40U7. Αντίστοιχα με το AIDA64 είναι τα πράγματα και στις διάφορες εκδόσεις του Cinebench όπου με εξαίρεση την μέτρηση OpenGL της έκδοσης R15 βλέπουμε το NC40U να δίνει πολύ καλά μεν νούμερα για το μέγεθος και το TDP του, αλλά τον desktop επεξεργαστή του DH670 να δείχνει τα δόντια του. Σημειώνουμε εδώ πως για την έκδοση R24 δεν είχαν παρθεί μετρήσεις στο review του pol77 μιας και αυτή παρουσιάστηκε πριν μόλις 3 μήνες. Τέλος για πρώτη φορά στα review του TheLab.gr μετράμε και με το Geekbench, ένα ιδιαίτερα δημοφιλές benchmark το οποίο βλέπουμε συχνά σε reviews συσκευών όλων των ειδών. PCMark 10 Περνάμε στο PCMark10 το οποίο μετράει διάφορες "καθημερινές" εργασίες που κάνουμε στους υπολογιστές μας. Εδώ αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι τα νούμερα που προκύπτουν αποτελούν αποτέλεσμα σύγκρισης με κάποια συστήματα αναφοράς τα οποία παίρνουν βαθμό 5000. Έτσι εάν βλέπετε βαθμολογία πάνω από 5000 το αποτέλεσμα σημαίνει καλύτερες επιδόσεις από το σύστημα αναφοράς, εάν βλέπετε κάτω από το 5000 χειρότερες. Όπως βλέπουμε, η ψαλίδα ανάμεσα στο NC40U7 και το DH670 με τον i7 12700 κλείνει δραματικά με το πρώτο να κερδίζει σε κάποια από τα benchmarks. Μεγάλη διαφορά της τάξης του 40% υπέρ του βλέπουμε στο Gaming Benchmark όπου η Iris Xe του 1255u δείχνει τα δόντια της στην UHD770 του 12700. Procyon Suite Στη συνέχεια σας παραθέτουμε άνευ σύγκρισης με κάτι άλλο και τα αποτελέσματα σε Office Productivity του Procyon Suite. Όπως και στο PCMark 10 Αpplications, έτσι και εδώ εκτελούνται μία σειρά από εργασίες χρησιμοποιώντας το Microsoft Office 2021. 3DMark Tα αποτελέσματα στο 3DMark έρχονται να επιβεβαιώσουν αυτό που είδαμε στο gaming benchmark του PCMark 10. Η Iris Xe είναι πολύ πιο δυνατή από την UHD770 και αυτό φαίνεται στο Graphics Score το οποίο έχει 75% βαρύτητα στο γενικό βαθμό. Αντίθετα στο Physics Score όπου όλη η δουλειά γίνεται από τον επεξεργαστή τα 20 threads και η μεγαλύτερη cache του 12700 δίνουν περίπου διπλάσιους βαθμούς σε αυτόν. Κρατάμε λοιπόν πως η νέα γενιά Integrated γραφικών της Intel είναι ιδιαίτερα βελτιωμένη σε σχέση με τις παλαιότερες και πως αποτελεί μεγάλο πλεονέκτημα για το NC40U7. Θερμοκρασίες - Κατανάλωση - Θόρυβος Ξεκινώντας από τις θερμοκρασίες οι οποίες μετρήθηκαν με το Stability Test του AIDA64 σε θερμοκρασία χώρου 18 βαθμούς, βλέπουμε πως στιγμιαία παρουσιάστηκε throttling της τάξης του 3%, το οποίο σταμάτησε με το που έπεσε η συχνότητα. Για τους μεν p-cores παρατηρούμε πως δεν έφτασαν ποτέ στη μέγιστη turbo συχνότητα των 4.7 GHz, γεγονός αναμενόμενο λόγω του ότι ήταν σε πλήρες φορτίο και οι 10 πυρήνες, αλλά τουλάχιστον μπόρεσαν να διατηρήσουν μέση συχνότητα λειτουργίας αρκετά πάνω από την βασική τους που είναι 1.7 GHz. Αντίστοιχα ήταν τα πράγματα και για τους e-cores οι οποίοι μάλιστα έφτασαν και τη μέγιστη turbo συχνότητα των 3.5 GHz διατηρώντας μέση συχνότητα αρκετά πάνω από τη βασική του 1.2 GHZ. Kάτω λοιπόν από τις παραπάνω συνθήκες και αφού τρέξαμε το stability test βλέπουμε πως με εξαίρεση το στιγμιαίο 100, η μέγιστη θερμοκρασία πυρήνα ήταν 74 βαθμοί. Λαμβάνοντας υπόψη πως η θερμοκρασία χώρου ήταν 18 βαθμοί, δηλαδή 22 βαθμοί κάτω από την μέγιστη θερμοκρασία λειτουργίας των 40 βαθμών που δίνει η Shuttle, μπορούμε να πούμε με αρκετή βεβαιότητα πως οριακά δε θα έχουμε throttling ούτε και σε θερμοκρασία χώρου 40 βαθμών κελσίου. Στον τομέα της κατανάλωσης το NC40U7 τα πάει αναμενόμενα καλά με κατανάλωση σε idle 12.2 watt και κατανάλωση πλήρους φορτίου 42.2 watt. H πολύ μεγάλη διαφορά σε πλήρες φορτίο με το DH670 οφείλεται κατά κύριο λόγο στο ότι ο μεν 1255u έχει TDP 15 watt ενώ ο 12700 έχει TDP 65 watt. Κλείνοντας, οι εντυπώσεις που μας άφησε το NC40U7 όσον αφορά τον παραγόμενο από αυτό θόρυβο ήταν άριστες. Σε μεν συνθήκες χαμηλού φορτίου είναι ουσιαστικά αθόρυβο, ενώ σε υψηλό φορτίο ή ακόμα και πλήρες όπως κατά την εκτέλεση του stability test ο θόρυβός του γίνεται αντιληπτός μόνο σε συνθήκες απόλυτης ησυχίας. Σε συνθήκες πχ γραφείου με ανοικτά παράθυρα ή λειτουργία κάποιου κλιματιστικού σε σχετικά κοντινή απόσταση, δύσκολα θα μπορέσετε να το ξεχωρίσετε. Επίλογος Φτάσαμε λοιπόν στην ώρα του δια ταύτα. Το Shuttle XPC Nano NC40U7 είναι ένα barebone το οποίο συνδυάζει πολύ καλές επιδόσεις (αναλογικά με το μέγεθός του) με εξαιρετικά χαμηλή κατανάλωση και πολλές δυνατότητες επέκτασης, τόσο όσον αφορά τα μέσα αποθήκευσης (έως δύο NVMe SSD με υποστήριξη RAID και μία μονάδα SATA των 2.5 ιντσών ύψος έως 15mm) όσο και δια μέσου των 7 συνολικά θυρών USB 3.2 με τις δύο από αυτές να είναι Gen2 με μέγιστη ταχύτητα 10 Gbit/s. Κερασάκι στα Ι/Ο είναι η υποστήριξη 3 οθονών ανάλυσης 4Κ στα 60Hz. Δυστυχώς όλα αυτά έρχονται με ένα αρκετά ανεβασμένο κόστος, το οποίο από πολλούς χρήστες ενδεχομένως να μη μπορεί να δικαιολογηθεί. Όπως είδαμε σε όλα τα benchmarks επεξεργαστή, το λίγο μεγαλύτερο και αντίστοιχου κόστους DH670 με έναν i7 12700 έχει πολύ καλύτερες επιδόσεις παρουσιάζοντας υστέρηση μόνο στις μετρήσεις GPU όπου η νέα Iris Xe της Intel καταφέρνει να ξεπεράσει την UHD 770 έως και κατά 50%. Φυσικά όταν μιλάμε για ενα barebone της Shuttle το οποίο πέρα από χαρακτηριστικά και επιδόσεις πουλάει και αξιοπιστία, ποιότητα κατασκευής και συμμόρφωση με διάφορα Ευρωπαϊκά Πρότυπα, καταλαβαίνετε ότι δε θα μπούμε σε διαδικασία σύγκρισης αυτού με τα διάφορα κινέζικα mini PC που κατά καιρούς βλέπουμε σε σημαντικά χαμηλότερες τιμές. Για να μη μακρηγορούμε, ας συνοψίσουμε τα θετικά και τα αρνητικά του Shuttle XPC Nano NC40U7 σε μορφή bullet points ώστε να περάσουμε και στη βαθμολογία: Επιδόσεις τόσο CPU όσο και GPU (αναλογικά με μέγεθος και κατανάλωση) Ποιότητα κατασκευής Μικρό μέγεθος και πολύ χαμηλή κατανάλωση 7 συνολικά θύρες USB3.2 με 2 εκ των οποίων να ειναι Gen2 και την Type C να υποστηρίζει Displayport Δυνατότητα σύνδεσης έως και 3 οθονών 4Κ στα 60Ηz Δυνατότητα σύνδεσης 2 NVMe SSD (ένας PCIe Gen3 και ένας Gen4 με υποστήριξη RAID) Δυνατότητα εγκατάστασης μονάδας αποθήκευσης των 2.5 ιντσών με ύψος 15mm Εξαιρετικά απλή εγκατάσταση. Απουσία ενσωματωμένου Card Reader Η θύρα Ethernet περιορίζεται στο 1 Gbit αντί για 2.5 Απουσία ενσωματωμένου WiFi (πωλείται ξεχωριστά) Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω η βαθμολογία που παίρνει το Shuttle XPC Nano NC40U7 είναι:  TheLAB.GR Ευχαριστούμε θερμά την Shuttle για την παραχώρηση του δείγματος της δοκιμής Γεώργιος GriGaS Ρήγας 06/12/2023
  5. όταν θα τα δούμε, θα πούμε...
  6. GriGaS

    ΚΑΡΤΑ ΓΡΑΦΙΚΩΝ ΓΙΑ AUTOCAD 2D

    Το ξέρω το περί single thread, για επιβεβαίωση αυτού που είπες το έγραψα. Ως μηχανολόγος δεν έχω ιδιαίτερες απαιτήσεις. Με αγορασμένο Intellicad είμαι.
  7. GriGaS

    ΚΑΡΤΑ ΓΡΑΦΙΚΩΝ ΓΙΑ AUTOCAD 2D

    Δουλεύω επαγγελματικά αυτό που είπε ο @GeorgeVasil με την integrated της Intel. Αν αποφασίσει να σκαλώσει, δε το σώζει τίποτα, έχω δει xeon και ryzen με πολλους πυρήνες και ram να γονατίζουν χωρίς να υπάρχει λόγος.
  8. Η μετρηση που εστειλα φαίνεται στην elpedison ως μετρηση με προέλευση δεδδηε. Η δεη με αυτή μου έβγαλε τελικο.
  9. Επι της ουσιας γίνεται αυθημερον. Ολα γίνονται με φωτογραφία του ρολογιου. Ως τη φωτογραφία ο παλιός, απο τη φωτογραφία ο καινούργιος. (εφυγα απο δεη 30/8)
  10. Περιμένεις τις ανακοινώσεις 20 Οκτωβρίου, βλέπεις τι σε συμφέρει και εφόσον σου λήγει 3/11 στις 1/11 κάνεις αίτηση εκεί που θα έχεις διαλέξει.
  11. Γίνεται αυτόματος ελεγχος από ενα συστημα που υπάρχει.
  12. Δε θα κερδίσεις τπτ με το τηλέφωνο στη ΔΕΗ. Υδε σε ισχυ να έχεις και ο,τι κάνεις θα το κάνεις 2 μέρες πριν τη ληξη.
  13. Τσεκαρεις εάν εχεις υδε σε ισχυ και αρχιζεις τουρισμο.
  14. Εσυ που είσαι για αλλες 20 μερες στο myhome online χρωστας λαμπάδα.
  15. Κοιταξε, ούτε εγώ τρελαίνομαι με τη διαδικασία, αλλά τελικά χρειάστηκε λιγότερο από 30 λεπτά από το χρόνο μου. Επίσης δε μου αρέσει να πληρώνω γ@μησιάτικα διπλή τιμή. Στις 300 κιλοβατώρες το μήνα, τα 7 λεπτά διαφορά είναι 21 ευρώ. Δε τα χρωστάω σε κανέναν τους.
  16. Εμενα εληξε 30/8, πηγα ελπεντισον με 8 λεπτά και 80 ευρώ δωρο, για οκτωβριο το πηγαν 13 λεπτα, με το που δωσω ένδειξη και συμψηφισω ολο το δωρο, ειτε θα αλλάξω πακετο ειτε παροχο.
  17. Eιναι αρκετές οι kwh για να τις πληρώνω διπλες για 3 μηνες... Ασε που ζουμε στην Ελλάδα, κανείς δε εγγυαται ότι δε θα παραταθει η παρουσα κατάσταση.
  18. Σημερα elpedison με 8 λεπτά. Στις 20 του μηνα δε ξερω...
  19. GriGaS

    Προτεινετε κοινωνικα χομπι

    τι έχουμε εδω;
  20. GriGaS

    Corsair HS80 Max Wireless Gaming Headset Review

    Ευπρόσδεκτο το νέο fw, αν και κατά τις δοκιμές δεν παρατήρησα κάτι τέτοιο, ούτε εγώ ούτε οι συνομιλητές μου.
  21. GriGaS

    Αγορά τηλεόρασης 65’’

    Σιγά μη προλαβαίνει να παίζει παιχνίδια
  22. Εισαγωγή Έχουν περάσει δύο χρόνια από την παρουσίαση του Corsair HS80 RGB Wireless από τον συνάδελφο @pol77 και η Corsair προχώρησε σε μία ανανέωσή του, παρουσιάζοντας σήμερα τη νέα ενισχυμένη έκδοσή του, HS80 MAX RGB Wireless, η οποία βρέθηκε τις προηγούμενες βδομάδες στον πάγκο των δοκιμών μας ώστε να σας το παρουσιάσουμε ταυτόχρονα με την παγκόσμια ανακοίνωσή του. Η επιλογή του διακριτικού τίτλου MAX πρέπει να ομολογήσουμε ότι μας θύμισε Apple και τους ARM επεξεργαστές της (οι εκδόσεις των οποίων είναι σαφώς ενισχυμένες σε σχέση με τους απλούς) οπότε το μόνο που μένει είναι δούμε κατά πόσον έχουμε σημαντική βελτίωση/διαφοροποίηση σε σχέση με την παλαιότερη έκδοση. Δεδομένου ότι το HS80 ήταν μέχρι σήμερα η ναυαρχίδα της σειράς HS, υπολειπόμενο μόνο του Virtuoso που σας παρουσιάσαμε προ τετραετίας, ας προχωρήσουμε τάχιστα στο σημερινό review για να δούμε τι επιπλέον έχει να δώσει στον χρήστη η έκδοση MAX. Συσκευασία Όπως πάντα, θα ξεκινήσουμε το review με την συσκευασία στην οποία κυριαρχεί το μαύρο χρώμα με κίτρινες πινελιές όπως άλλωστε συμβαίνει σε όλα τα gaming προϊόντα της Corsair. Στη μπροστινή πλευρά της συσκευασίας δεσπόζει - τι άλλο - μια φωτογραφία του headset καθώς και κάποιες βασικές και σημαντικές πληροφορίες για αυτό, ενώ στην πίσω πλευρά υπάρχουν σε επτά γλώσσες κάποια επιπλέον χαρακτηριστικά του. Ζουμάροντας στην κάτω πλευρά της πρώτης φωτογραφίας βλέπουμε πως το headset είναι συμβατό τόσο με PC και Mac, όσο και με τις δύο τελευταίες γενιές κονσολών της Sony αλλά και με mobile συσκευές (smartphone και tablet). Πώς γίνεται το τελευταίο; Tο HS80 ΜΑΧ υποστηρίζει πέρα από τη συνδεσιμότητα μέσω του δικού του dongle και σύνδεση Bluetooth. Επιπλέον, όπως και ο προκάτοχός του, υποστηρίζει Dolby Atmos (με το οποίο θα ασχοληθούμε ιδιαίτερα) καθώς και όπως φυσικά αναμέναμε σύνδεση με την εφαρμογή διαχείρισης των gaming περιφερειακών iCUE. Aφήσαμε για το τέλος το SoundID, το οποίο ο γράφων συνάντησε για πρώτη φορά σε headset. Tι να είναι αυτό άραγε; Υπομονή και θα φτάσουμε και εκεί. Στην κάτω πλευρά της συσκευασίας βρίσκουμε τα αναλυτικά τεχνικά χαρακτηριστικά του HS80 MAX και επειδή πλέον αρκετοί εδώ μέσα είμαστε και σε ηλικία που αρχίζει η πρεσβυωπία ας κάνουμε και ένα ζουμ. Αφαιρώντας το εξωτερικό sleeve βρίσκουμε ένα μαύρο ματ κουτί με το λογότυπο της Corsair σαν glossy λεπτομέρεια, το οποίο αφού ανοίξουμε μας αποκαλύπτει το headset. Aρκετά όμως με τη συσκευασία, ώρα να περάσουμε στο περιεχόμενο αυτής. Παρελκόμενα Ξεκινώντας με τα παρελκόμενα, όπως και στην περίπτωση του "απλού" HS80, βρίσκουμε τον πομποδέκτη που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε τα τελευταία χρόνια στα gaming headsets της Corsair, ένα ποιοτικό sleeved καλώδιο USB-A to USB-C, τον οδηγό εγγύησης, τις πληροφορίες ασφαλείας και μια κάρτα που αφορά το Dolby Atmos. O πομποδέκτης διαθέτει φωτιζόμενο λογότυπο, το οποίο πέρα από το εφέ προσφέρει και λειτουργικότητα μιας και χρησιμοποιεί τον φωτισμό για να μας ενημερώσει για την κατάσταση λειτουργίας του. Σε μια πρώτη ματιά, η μοναδική διαφοροποίηση των παρελκόμενων από την προηγούμενη έκδοση του HS80 είναι η αντικατάσταση της λαστιχένιας δέστρας του καλωδίου με ένα δεματικό velcro. Ελάχιστη μεν η διαφοροποίηση, ουσιαστικότατη δε. Τεχνικά Χαρακτηριστικά Τα τεχνικά χαρακτηριστικά του Corsair HS80 MAX RGB Wireless παρατίθενται αναλυτικά στον πίνακα που ακολουθεί. Headphones Frequency Response 20Ηz - 40.000 Hz Impedance 32 Ohms @ 1 kHz Sensitivity 116 dB (± 3 dB) Drivers Custom 50mm neodymium, matched pairs Microphone Type Omni-directional broadcast-grade Impedance 2.2k Ohms Frequency Response 100Hz – 10,000Hz Sensitivity -40 dB (± 3 dB) Wireless Type Wireless 2.4 GHz & Bluetooth 5.2 with A2DP, HFP and HSP support Connector USB Type A (2,4 GHz) Range Up to 50 feet (15.2m) over 2.4 GHz, up to 30 feet (9m) with Bluetooth Battery Life Up to 65 hours over 2.4 GHz, up to 130 hours with Bluetooth General USB Charging Cable 1.5m Type A - Type C Product Weight 354 g Dimensions 200mm x 97mm x 183mm Warranty 2 years Από τα χαρακτηριστικά ξεχωρίζουμε την ύπαρξη του broadcast grade μικροφώνου (το οποίο είχε εκθειάσει ο ιδιαίτερα ψείρας σε αυτά @pol77), την υποστήριξη Bluetooth 5.2 και αναπαραγωγής ήχου High Fidelity 24bit/96kHz καθώς και την φαινομενικά εξωπραγματική διάρκεια μπαταρίας έως και 130 ώρες (σίγουρα με πολλούς αστερίσκους). Επίσης αξίζει να σημειώσουμε πως πουθενά δεν αναφέρεται η υποστήριξη της τεχνολογίας SlipStream, η οποία μεταξύ άλλων επιτρέπει τη σύνδεση περισσοτέρων της μίας συσκευής στο ίδιο dongle (π.χ. ένα ποντίκι). Tο Corsair HS80 ΜΑΧ, θα είναι διαθέσιμο στην ελληνική αγορά σε δύο χρωματισμούς, το μαύρο που σας παρουσιάζουμε σήμερα και το λευκό, με επίσημη τιμή πώλησης 189.99€ και δύο χρόνια εγγύηση. Κατά το χρόνο συγγραφής του review είχε ήδη κάνει την εμφάνισή του σε κάποια ελληνικά καταστήματα ως προϊόν για προπαραγγελία με τιμή 179.90€. Κάτω από το φακό - Η γενική εικόνα Οι έχοντες καλή μνήμη θα έχετε ήδη διαπιστώσει πως το Corsair HS80 MAX είναι οπτικά πανομοιότυπα με την προηγούμενη έκδοσή τους που σας είχαμε παρουσιάσει προ διετίας. Παρόλα αυτά, ας κάνουμε ένα γρήγορο πέρασμα γύρω από αυτό. Η πρώτη εντύπωση που δίνει τόσο από τις φωτογραφίες όσο και από το άγγιγμα (για αυτό θα χρειαστεί να με εμπιστευτείτε) είναι πως πρόκειται για ένα ποιοτικό προϊόν με στιβαρή κατασκευή και σοβαρή εμφάνιση (σε αντίθεση με άλλα gaming προϊόντα τα οποία χαρακτηρίζονται από στυλιστικές εξάρσεις που ενίοτε φτάνουν στα όρια αυτού που χαρακτηρίζουμε τσίρκο). Eίναι κατασκευασμένο από ποιοτικό πλαστικό με λεπτομέρειες αλουμινίου εκεί που απαιτείται επιπλέον στιβαρότητα, ενώ οι χρωματισμοί που κυριαρχούν είναι του μαύρου και των διάφορων τόνων του γκρι. Τα φωτιζόμενα λογότυπα της Corsair στους δύο οδηγούς είναι μικρά και διακριτικά, ενώ ένας λεπτός δακτύλιος στην περιοχή του μικροφώνου μας προϊδεάζει για την ύπαρξη φωτισμού και εκεί. Το μικρόφωνο εξακολουθεί να μην είναι αποσπώμενο αλλά αναδιπλούμενο και βρίσκεται στην αριστερή πλευρά του headset. Όπως και στα υπόλοιπα headsets της Corsair που διαθέτουν αναδιπλούμενο μικρόφωνο, έτσι και εδώ η αναδίπλωσή του προς τα επάνω συνοδεύεται από την σίγαση αυτού Όπως είχε αναλυθεί και στο προηγούμενο review, η στήριξη του headset στο κεφάλι του χρήστη γίνεται μέσω μίας υφασμάτινης λωρίδας η οποία διαθέτει επένδυση δερματίνης στην πλευρά που έρχεται σε επαφή με το κεφάλι. Έτσι η στέκα παραμένει σταθερή και η όποια ρύθμιση γίνεται στη λωρίδα αυτή με τρόπο που θα δούμε παρακάτω. Στις φωτογραφίες που βλέπετε τα ακουστικά στον φελιζολένιο συνεργάτη μας, ο οποίος διαθέτει κεφάλι μικρού παιδιού, η λωρίδα είναι όσο πιο μαζεμένη γίνεται. Κλείνοντας τη γενική περιήγηση γύρω από το HS80 MAX, στην πίσω πλευρά του βρίσκουμε 3 συνολικά πλήκτρα. Στο αριστερό ακουστικό υπάρχει το μπουτόν ενεργοποίησης / απενεργοποίησης, το οποίο μπορεί να προγραμματιστεί και για επιπλέον λειτουργίες όπως θα δούμε σε επόμενη ενότητα και το ποτενσιόμετρο ελέγχου της έντασης, ενώ στη δεξιά πλευρά υπάρχει ένα μπουτόν με το λογότυπο του bluetooth το οποίο προφανώς θα χρησιμεύει για σχετικές με τον ασύρματο αυτό τρόπο σύνδεσης. Κάτω από το φακό - Οι λεπτομέρειες Ας ρίξουμε τώρα μια προσεκτικότερη ματιά στο HS80 MAX εστιάζοντας σε κάποιες λεπτομέρειες, ξεκινώντας από τη στέκα και τη ρύθμιση ύψους αυτής. Όπως είδαμε και στη γενική φωτογράφιση η στέκα είναι σταθερού μεγέθους και είναι κατασκευασμένη από πλαστικό. Στο επάνω μέρος της διαθέτει ένα μετρίου μεγέθους με ουδέτερη γραμματοσειρά λογότυπο της Corsair. O ρόλος της είναι 100% δομικός, συνδέοντας τα δύο ακουστικά και τον ιμάντα ρύθμισης ύψους. Ο ιμάντας αυτός στην πλευρά που έρχεται σε επαφή με το κεφάλι έχει ένα μικρού πάχους μαξιλαράκι με επικάλυψη από δερματίνη και είναι ελαστικός. Στα άκρα του διαθέτει velcro, και μέσω αυτού αφού κάνει ένα γύρισμα στην στέκα πάει και κουμπώνει στην εσωτερική πλευρά της. Μικρή αλλά ευχάριστη λεπτομέρεια το πλαστικό στο τελείωμα του ιμάντα που έχει τοποθετηθεί ώστε να αποφευχθούν τυχόν ξεφτίσματα. Η διαδικασία ρύθμισης του ιμάντα είναι σαφώς πιο χρονοβόρα σε σχέση με τους βαθμιδωτούς μηχανισμούς που βλέπουμε συνήθως στα headset. Το εύρος ρυθμίσεων είναι αρκετά μεγάλο, αν και για το κεφάλι του γράφοντος χρειάστηκε να τοποθετηθεί ο ιμάντας στο σημείο που ακουμπάει την κύρια στέκα. Να σημειώσουμε εδώ πως στην πλειοψηφία των headset ο γράφων χρειάζεται να φέρει τους μηχανισμούς στο μέγιστο σημείο ρύθμισης, οπότε η παραπάνω παρατήρηση δεν καταγράφεται ως κάτι αρνητικό. Κοιτάζοντας το σημείο με τα ακουστικά αναρτημένα σε βάση βλέπουμε τις βίδες που συνδέουν τα 2 τμήματα που αποτελούν τη σταθερή στέκα (από το εσωτερικό της διέρχεται το καλώδιο που συνδέει τα δύο ακουστικά) ενώ το ασημί δαχτυλίδι αποτελεί το αλουμινένιο τμήμα του μηχανισμού σύνδεσης του κάθε ακουστικού με τη στέκα ο οποίος δίνει και τη δυνατότητα περιστροφής αυτών. Έτσι το κάθε ακουστικό μπορεί να αγκαλιάσει καλύτερα το αυτί του χρήστη αυξάνοντας το επίπεδο άνεσης, ενώ στην περίπτωση που ο χρήστης επιθυμεί να τα αφήσει κρεμασμένα στο λαιμό του μπορούν να περιστραφούν έως και 90 μοίρες ώστε να ακουμπήσουν τα μαξιλαράκια στα κόκκαλα της κλείδας. Και μιας και τα αναφέραμε, τα μαξιλαράκια είναι ιδιαίτερα άνετα, με το εσωτερικό τους να αποτελείται από memory foam και την επικάλυψη να είναι από μαλακό ύφασμα, που εξασφαλίζει άνεση και κάποια στοιχειώδη αναπνοή του αυτιού (τουλάχιστον σε σχέση με τη χρήση δερματίνης). Η φόρτιση του HS80 MAX γίνεται από μία θύρα USB Type C η οποία βρίσκεται στο κάτω μέρος του αριστερού ακουστικού. Στο πίσω μέρος αυτού βρίσκεται όπως είδαμε και σε προηγούμενη φωτογραφία το ποτενσιόμετρο ρύθμισης της έντασης του ήχου και το μπουτόν ενεργοποίησης. Ακριβώς κάτω από το ποτενσιόμετρο βρίσκεται και ένα ενδεικτικό LED το οποίο αλλάζει χρώμα ενημερώνοντας είτε για την κατάστασταση της μπαταρίας είτε για την κατάσταση του Bluetooth. Λογισμικό - Corsair iCUE Όπως όλα τα gaming περιφερειακά της Corsair, έτσι και το HS80 MAX συνεργάζονται με το λογισμικό iCUE για ρυθμίσεις και παραμετροποίηση. Στην καρτέλα του πομποδέκτη όπως βλέπετε δεν μπορούμε να κάνουμε και κάτι το ιδιαίτερο πέραν του ελέγχου για κάποιο firmware update. Όπως είπαμε και στα τεχνικά χαρακτηριστικά λόγω απουσίας υποστήριξης της τεχνολογίας SlipStream δεν υπάρχει η επιλογή να ορίσουμε αυτόν ως multipoint και να συνδέσουμε περισσότερες από μία συσκευές. Δεδομένου ότι στα προηγούμενα HS80 υπήρχε αυτό το χαρακτηριστικό, ο μοναδικός λόγος στον οποίο μπορούμε να αποδώσουμε την έλλειψη αυτή είναι πως η έκδοση MAX υποστηρίζει αναπαραγωγή αρχείων 24bit/96kHz και ασύρματα ενώ η απλή έκδοση απαιτούσε τη σύνδεση με καλώδιο για την εν λόγω λειτουργία. Περνώντας στην καρτέλα του headset, αρχικά έχουμε τη δυνατότητα ρύθμισης ενός και μοναδικού μπουτόν, και συγκεκριμένα αυτού που έχει ενσωματωθεί στη ροδέλα ρύθμισης της έντασης. Μπορούμε να επιλέξουμε από μία μεγάλη γκάμα ρυθμίσεων, όπως mute του μικροφώνου, εναλλαγή των προρυθμίσεων του equalizer, play/pause αρχείου πολυμέσων ενώ μπορεί να προγραμματιστεί και για κάποια λειτουργία του λογισμικού επί πληρωμή Voicemod το οποίο συνεργάζεται με το iCUE. Φυσικά υπάρχει δυνατότητα αμέτρητων ρυθμίσεων για το χρωμα ή τα χρώματα που θα έχουν τα δύο λογότυπα της Corsair, και για αυτά θα σας παραπέμψουμε στο review του pol77 που είχε καλύψει εκτενέστατα το θέμα. Για την λειτουργία nVidia Broadcast δυστυχώς δεν μπορούμε να σας πούμε κάτι μιας και απαιτεί την ύπαρξη κάρτας γραφικών RTX2060 ή ανώτερης την οποία δυστυχώς δεν διαθέτουμε. Σίγουρα πάντως η υποστήριξή της δίνει επιπλέον πόντους στα τεχνικά χαρακτηριστικά της έκδοσης MAX. Περνώντας στο equalizer, αυτό είναι πανομοιότυπο με όσα έχουμε δει και στο παρελθόν, προσφέροντας 5 έτοιμες ρυθμίσεις δίνοντας παράλληλα τη δυνατότητα στον χρήστη να δημιουργήσει και τις δικές του. Στην ίδια καρτέλα βρίσκουμε και τα 2 slider για την ρύθμιση της έντασης του μικροφώνου και της επιστροφής ήχου (sidetone) ενώ ή ένδειξη stereo στο κάτω μέρος είναι καθαρά διακοσμητική μιας και σε αντίθεση με άλλα headset της Corsair δεν υποστηρίζεται Virtual 7.1 ώστε να δρα σαν μπουτόν εναλλαγής μεταξύ σε απλό stereo και σε Virtual 7.1. Στην περίπτωση που έχουμε επιλέξει μέσα από τα Windows τη λειτουργία Dolby Atmos, το equalizer εξαφανίζεται και πλέον όλα γίνονται αυτόματα σύμφωνα με τα δεδομένα που έρχονται απο το αρχείο που αναπαράγεται. Aς δούμε τώρα μία λειτουργία που δεν έχουμε ξαναδεί σε κάποιο headset της Corsair, το SoundID Personalization. To SoundID παρουσιάστηκε πριν περίπου ένα χρόνο με τα HS65 Surround και στην ουσία αποτελεί ένα τεστ ακοής και ηχητικών προτιμήσεων βάσει του οποίου το iCUE κάνει κάποιες ρυθμίσεις στον ήχο ώστε αυτός να ταιριάζει στα γούστα αλλά και στις ανάγκες του χρήστη. Για την εκτέλεση του τεστ, ο χρήστης πρέπει να βρίσκεται σε απόλυτη ησυχία και να έχει απενεργοποιήσει οποιαδήποτε άλλη εφαρμογή δημιουργεί ήχους. Αφού φορέσουμε τα ακουστικά, πατάμε το auto set volume και ξεκινάμε. Αρχικά ακούγονται μία σειρά από ήχους, χωριστά στο δεξί και αριστερό κανάλι. Ο χρήστης πρέπει είτε να πατήσει ένα κουμπί μόλις ακούσει τον ήχο είτε να μειώσει την ένταση ώστε να μην ακούει τον ήχο. Αυτή η διαδικασία επαναλαμβάνεται περίπου 20 φορές. Στη συνέχεια επιλέγει ανάμεσα σε επτά κομμάτια και συνεχίζει για το τελευταίο μέρος του τεστ. Εδώ σε κάθε υπο-τεστ έχει δύο εναλλακτικές επιλογές Α και Β και επιλέγει αυτή που προτιμά ηχητικά. Αφού εκτελέσει και αυτές τις δοκιμές δημιουργείται ένα SoundID βάσει των απαντήσεων που δόθηκαν. Για να φανούν και λίγο πιο επιστημονικά τα πράγματα, υπάρχει και μία καρτέλα παρουσίασης των αποτελεσμάτων του SoundID όπου βλέπουμε τις επιδόσεις του κάθε αυτιού χωριστά στις διάφορες ηχητικές συχνότητες βάσει των οποίων ο αλγόριθμος προσάρμοσε τον ήχο του headset. Κάτω αριστερά βλέπουμε και ενα disclaimer πως το τεστ δεν αποτελεί ιατρική εξέταση και τα αποτελέσματα παρέχονται μόνο για πληροφοριακούς λόγους. Kλείνουμε την ενότητα αυτή με την καρτέλα ρυθμίσεων διαφόρων λειτουργιών του headset, από όπου μπορούμε να ρυθμίσουμε αρκετά πραγματα. Τα έχουμε δει όλα αυτά πολλές φορές, οπότε δεν υπάρχει λόγος να τα ξαναπούμε, ώρα να δούμε τι γίνεται με το Dolby Atmos. Λογισμικό - Dolby Access Αμέσως μετά την εγκατάσταση του iCUE, λάβαμε μία ενημέρωση πως το HS80 MAX υποστηρίζει Dolby Atmos for Headphones και πως για την ενεργοποίηση αυτού θα έπρεπε να εγκαταστήσουμε μέσω του Microsoft Store την εφαρμογή Dolby Access. Πράγματι προχωρήσαμε στην εγκατάσταση αυτής, και προς ευχάριστη έκπληξή μας διαπιστώσαμε πως δεν χρειάστηκε να πληρώσουμε κάτι για αυτή μιας και προφανώς το HS80 MAX περιλαμβάνει το σχετικό licence από την Dolby. Όπως βλέπετε στα screenshot που ακολουθούν, υπάρχουν 4 κύριες κατηγορίες προρυθμίσεων, gaming, movie, music και voice με τις 3 πρώτες να έχουν κάποιες επιπλέον ρυθμίσεις χωρίς όμως περισσότερες τεχνικές λεπτομέρειες. Ο χρήστης μπορεί να δημιουργήσει και 3 custom ρυθμίσεις οι οποίες στην ουσία είναι ένα equalizer. Υπομονή μεχρι τις ηχητικές δοκιμές ώστε να δούμε εάν όλα αυτά έχουν κάποια ουσία ή αποτελούν τεχνάσματα του marketing. Λειτουργικότητα Άνεση - Εφαρμογή Με βάρος 354gr το HS80 MAX βρίσκεται κοντά στα περισσότερα ασύρματα gaming headsets, χάρη όμως στον τρόπο που στηρίζεται στο κεφάλι του χρήστη και στο συνδυασμό memory foam και ποιοτικού υφάσματος στα μαξιλαράκια παραμένει άνετο μετά και από πολύωρη χρήση. Βέβαια σε χρήση στους καλοκαιρινούς μήνες και σε θερμοκρασίες άνω των 30 βαθμών (πράγμα που συνέβη καθ' όλη τη διάρκεια των δοκιμών) γίνεται λίγο άβολο λόγω της ζεστής αίσθησης που αφήνει. Δεδομένου όμως ότι σε συνθήκες ζέστης κανένα ακουστικό τέτοιου είδους δεν είναι πραγματικά άνετο, το προσπερνάμε. Κατά τα άλλα, πέραν της δυσκολίας ρύθμισης του ύψους που περιγράψαμε παραπάνω δεν βρήκαμε τίποτα που να μας προβληματίζει στην καθημερινή χρήση του, είτε αυτή ήταν φορώντας γυαλιά είτε όχι. Εμβέλεια Όσον αφορά το θέμα της εμβέλειας, με βάση τις δοκιμές μας μπορούμε να πούμε πως η Corsair υποεκτίμησε τις δυνατότητες του HS80 MAX μιας και τόσο στα 2.4 GHz όσο και στο Bluetooth πετύχαμε εμβέλεια 30 μέτρων σε ανοιχτό χώρο χωρίς εμπόδια. Βάζοντας εμπόδια στην εξίσωση (έως 3 τοίχους) η μεν σύνδεση των 2.4 GHz πήρε και εκεί άριστα, ενώ το Bluetooth ενοχλήθηκε μόνο από την ύπαρξη μεγάλου υποστηλώματος από οπλισμένο σκυρόδεμα. Μπαταρία Λόγω του γεγονότος ότι λάβαμε το δείγμα της δοκιμής μέσα στην τούρλα του Αυγούστου και λίγο πριν τις καλοκαιρινές μας διακοπές και σε συνδυασμό με τα νούμερα που δίνει η Corsair για τη διάρκεια μπαταρίας του HS80 MAX καταλαβαίνετε πως ήταν αδύνατο να πραγματοποιήσουμε αξιόπιστες μετρήσεις. Έτσι θα σας αναφέρουμε απλώς πως η Corsair δίνει έως 65 ώρες εάν το συνδέσετε με το δικό τους dongle των 2.4 GHz και έχετε τον φωτισμό σβηστό, έως 24 ώρες εάν έχετε το φωτισμό ενεργοποιημένο και έως 130 ώρες εάν το συνδέσετε μέσω Bluetooth. Στην πράξη το μόνο που μπορούμε να σας πούμε πως μετά από μία πλήρη φόρτιση και κάπου 3 ώρες συνεχούς χρήσης σε υπολογιστή με το dongle με την ένταση στο μέγιστο και τον φωτισμό επίσης στην μέγιστη φωτεινότητα, το κινητό μας τηλέφωνο έδειξε ότι η μπαταρία βρίσκεται στο 91%, το οποίο συνάδει με τους ισχυρισμούς της Corsair. Μικρόφωνο Όπως είδαμε και στις φωτογραφίες προηγούμενης ενότητας, για το HS80 MAX η Corsair επέλεξε τη λύση του αναδιπλούμενου μικροφώνου, σχεδιασμό που έχουμε δει να ακολουθεί σε αρκετά headsets από την εποχή του Void. Αναδιπλώνοντάς το προς τα επάνω γίνεται ταυτόχρονα και σίγαση αυτού, ενώ όπως γράψαμε και στην ενότητα του iCUE μπορούμε να προγραμματίσουμε το μπουτόν που ενσωματώνεται στη ροδέλα ρύθμισης του ήχου να κάνει και αυτό σίγαση, εάν δεν προτιμούμε την αναδίπλωση. Το μικρόφωνο όπως είδαμε διαθέτει και έναν φωτιζόμενο δακτύλιο ο οποίος μας ενημερώνει για την κατάστασή του, με κόκκινο χρώμα για τη σίγαση και ψυχρό λευκό όταν αυτό είναι σε λειτουργία. Όσον αφορά το ηχητικό κομμάτι, με εύρος συχνοτήτων απο 100Hz έως 10ΚHz και ευαισθησία στα -40dB (+/- 3dB) άφησε τόσο εμάς όσο και τους συνομιλητές μας απόλυτα ικανοποιημένους. Ο χαρακτηρισμός broadcast grade ίσως να μπορεί να χαρακτηριστεί υπερβολή, εάν μπούμε σε διαδικασία να το συγκρίνουμε με μεμονωμένα μικρόφωνα κόστους όσο όλο το headset, σε κάθε περίπτωση όμως ο ήχος είναι πάρα πολύ καλός. Μοναδικό "μελανό" σημείο στο μικρόφωνο είναι πως είναι αρκετά δύσκολο στην ρύθμιση όσον αφορά το πόσο κοντά θέλετε να το φέρετε στο στόμα και έτσι εάν ο χρήστης είναι ιδιότροπος ως προς αυτό (ο γράφων συνηθισμένος από το Virtuoso είναι αρκετά) θα παιδευτεί αρκετά να το ρυθμίσει. Επιπλέον, εάν το μικρόφωνο έρθει κοντά στο στόμα του χρήστη, σε περίπτωση που αυτός θελήσει να το αναδιπλώσει αυτό θα βρεθεί να ακουμπά τον κρόταφό του. Χρηστικότητα Ο τομέας της χρηστικότητας είναι ένα κομμάτι στο οποίο το HS80 MAX σκοράρει υψηλότερα από κάθε άλλο headset που έχουμε δοκιμάσει (και πιστέψτε με είναι πολλά). Πέρα από όσα αναφέραμε στις παραπάνω υπο-ενότητες, το HS80 είναι ένα headset το οποίο χαίρεσαι να χρησιμοποιείς. Τα χειριστήρια βρίσκονται ακριβώς στις θέσεις που θα έπρεπε, χωρίς να αφήνουν κανένα περιθώριο για λάθος (π.χ. το μπουτόν για το bluetooth που δεν χρειάζεται συχνά είναι στη δεξιά πλευρά, το οn/off και η ροδέλα ήχου είναι στα αριστερά) και ο χρόνος προσαρμογής στη χρήση τους είναι κυριολεκτικά μηδενικός. Ο βασικότερος λόγος όμως που απογειώνει την χρηστικότητά του είναι η δυνατότητα ταυτόχρονης σύνδεσης στα 2.4 GHz και μέσω Bluetooth. Στην περίπτωση αυτή, η σύνδεση με το κινητό σας π.χ. είναι σε μία μόνιμη κατάσταση αναμονής για κλήσεις. Έτσι στην περίπτωση που το έχετε σε λειτουργία 2.4 GHz (η εναλλαγή ανάμεσα στους 2 τρόπους ασύρματης σύνδεσης γίνεται με ενα tap στο on/off) και εφόσον το έχετε κάνει pair με κάποια συσκευή κινητού τηλεφώνου, τότε στην περίπτωση που υπάρξει κάποια τηλεφωνική κλήση, είτε εισερχόμενη είτε εξερχόμενη, αυτόματα γίνεται mute o ήχος των 2.4 GHz και το headset γυρίζει στο bluetooth ώστε να μιλήσετε από αυτό. Με το που τερματίσετε την κλήση, επανέρχεται η σύνδεση με τον ήχο του υπολογιστή. Στην περίπτωση αυτή το HS80 ΜΑΧ περνάει μέσω bluetooth μόνο ήχους κλήσεων, εάν επιθυμείτε να ακούσετε π.χ. μουσική από το κινητό σας, πρέπει με ένα tap στο on/off button να το γυρίσετε σε λειτουργεία bluetooth. Ηχητικές δοκιμές Όσον αφορά τις ηχητικές δοκιμές θα μπορούσαμε πολύ απλά να σας παραπέμψουμε στο review του HS80 του pol77 μιας και οι όποιες διαφοροποιήσεις των δύο μοντέλων δεν αφορούν τα κομμάτια που επηρεάζουν την ηχητική απόδοση. Δε θα το κάνουμε όμως οπότε ας ξεκινήσουμε. Όσοι έχετε διαβάσει προηγούμενα review από headset τα οποία υποστηρίζουν συχνότητες έως 40.000 Hz και δειγματοληψία 48 ή 96 ΚΗz ενδεχομένως να θυμάστε πως ούτε ο γράφων ούτε ο audiophile pol77 καταφέραμε να καταλάβουμε κάποια διαφορά. Ειδικά στο θέμα της αναπαραγωγής συχνοτήτων άνω των 20.000 Hz που αποτελεί το όριο του ανθρώπινου αυτιού (με το γράφοντα για διάφορους λόγους να βρίσκεται κάπου στις 17.000 Hz) θεωρούμε πως το εν λόγω χαρακτηριστικό υπάρχει για λόγους εντυπωσιασμού χωρίς να προσφέρει κάτι. Κάτι ανάλογο συνέβη και αυτή τη φορά και με την αναπαραγωγή high definition audio (υπενθυμίζουμε στο σημείο αυτό πως η έκδοση MAX μπορεί να αναπαράγει δειγματοληψία 96 HKz και ασύρματα) όπου δεν εντοπίστηκε κάποια διαφορά. Όσον αφορά την πιο καθημερινή τους χρήση, το HS80 ΜΑΧ απέδωσε όπως θα περιμέναμε από ένα headset αυτής της κατηγορίας τιμής. Ο ήχος είναι καθαρός, με βαθύ και σταθερό μπάσο, αρκετά λεπτομερή πρίμα και σωστή αναπαραγωγή των μεσαίων. Επιπλέον διαπιστώσαμε πως ακόμα και στην αναπαραγωγή "απλών" αρχείων ήχου με ενεργοποιημένο το Dolby Atmos παρουσιαζόταν μία βελτίωση της ηχητικής σκηνής και του διαχωρισμού των οργάνων. Κάποιοι στην Dolby φαίνεται να έχουν κάνει καλά τη δουλειά τους, οπότε ας δούμε λίγο καλύτερα το θέμα. Πέρα από τα όποια παιχνίδια υποστηρίζουν το Dolby Atmos (ο γράφων ξεκαθαρίζει πως έχει πάψει να ασχολείται με το σπορ εδώ και πολλά χρόνια), όπως πιθανώς έχετε διαπιστώσει αρκετές νέες ή νεότερες τηλεοπτικές και κινηματογραφικές παραγωγές διαθέτουν ήχο Dolby Atmos. Και ενώ η σωστή αναπαραγωγή των εν λόγω αρχείων με τους διάφορους media players είναι μία πονεμένη ιστορία όσον αφορά τον ήχο, δεν ισχύει το ίδιο για τις επίσημες εφαρμογές των Netflix και Disney+. Εγκαταστήσαμε λοιπόν από το Microsoft Store την εφαρμογή του Disney+, τσεκάραμε στο Dolby Access την επιλογή Movies - Detailed και περάσαμε αρκετές ώρες βλέποντας σκηνές δράσεις από ταινίες του Marvel Cinematic Universe, κάνοντας εναλλαγές ανάμεσα σε stereo και Atmos. Πρέπει να ομολογήσουμε πως το ηχητικό αποτέλεσμα στις παρακάτω ταινίες ήταν εντυπωσιακό. Χωρίς να μπορεί να χαρακτηριστεί πολυκάναλος ήχος, υπήρχε σαφέστατη βελτίωση, και ο ήχος δεν είχε καμία σχέση με το Virtual 7.1 που κάνουν άλλα headsets όπως τα Virtuoso. Διαπιστώσαμε πως υπήρχε μία ελαφριά μείωση της μέγιστης έντασης του ήχου καθώς και κάποια διαφοροποίηση στην ηχητική στάθμη των διαφόρων πηγών ήχου. Παραδείγματος χάρην στη σκηνή του Avengers Εndgame που ο Captain America επιτίθεται στον Thanos με το Mjolnir (drops emoji) αισθανθήκαμε μία ελαφριά μείωση της μουσικής και καθαρότερη αναπαραγωγή των ήχων των ηχητικών εφέ. Κάτι αντίστοιχο καταλάβαμε και στη σκηνή με τα portals όπου ήχοι έρχονται από όλες τις κατευθύνσεις. Με βάση λοιπόν τα παραπάνω, θεωρούμε πως το Dolby Atmos στην περίπτωση του HS80 MAX είναι κάτι παραπάνω από ένα equalizer πολυτελείας και μπορεί να προσφέρει μία καλύτερη εμπειρία ακρόασης στον χρήστη. Συμπεράσματα Kάπως έτσι φτάσαμε για μια ακόμα φορά στην ώρα του απολογισμού. Το πρώτο που πρέπει να απαντηθεί είναι κατά πόσον αποτελεί το HS80 ΜΑΧ μία βελτιωμένη έκδοση του απλού HS80. Η απάντηση είναι λίγο δύσκολη. Με επιπλέον κόστος 30 ευρώ αυτό που κερδίζει ο αγοραστής τους είναι η συνδεσιμότητα Bluetooth με τα καλούδια που αναλύσαμε, η σαφώς καλύτερη μπαταρία και η δυνατότητα αναπαραγωγής ήχου δειγματοληψίας 96 ΚΗz ασύρματα. Αυτό που χάνει κυρίως είναι η δυνατότητα σύνδεσης πολλαπλών συσκευών στο ίδιο 2.4 GHz dongle μέσω της τεχνολογίας SlipStream. Δεδομένου ότι καταλάβατε την άποψή μας για τα 96 ΚΗz, το ερώτημα είναι Bluetooth και μπαταρία ή Slipstream, ένα dongle λιγότερο (εάν έχετε και άλλες ασύρματες συσκευές της Corsair συμβατές με αυτό) και 30 ευρώ επιπλέον στην τσέπη;. Δε θα το απαντήσουμε, είναι καθαρά υποκειμενικό και εξαρτάται από τα γούστα και τις ανάγκες του καθενός. Kατά τα άλλα, το HS80 MAX όπως καταλάβατε είναι ένα πολύ αξιόλογο headset τόσο από άποψη ηχητικής απόδοσης όσο και από άποψη λειτουργικότητας και χαρακτηριστικών. Εάν σκοπεύετε να αξιοποιήσετε το Dolby Atmos και σας ενδιαφέρει η συνδεσιμότητα με το κινητό σας τηλέφωνο μέσω bluetooth πρέπει σίγουρα να το βάλετε στα υπόψιν. Ας συνοψίσουμε τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα του Corsair HS80 ΜΑΧ RGB Wireless Headset: Πλεονεκτήματα Άνεση κατά τη χρήση Υποστήριξη Dolby Atmos Περιλαμβάνει Dolby Access licence Ηχητική απόδοση Ποιότητα κατασκευής Ποιότητα μικροφώνου Διάρκεια μπαταρίας Εμβέλεια RGB φωτισμός Συνδεσιμότητα 2.4 GHz και Bluetooth με δυνατότητα ταυτόχρονης σύνδεσης Συνεργασία με το iCUE. Sleeved καλώδιο. Μειονεκτήματα Δεν υποστηρίζει την τεχνολογία Corsair SlipStream Με βάση όλα τα παραπάνω η βαθμολογία που παίρνει το Corsair HS80 ΜΑΧ RGB Wireless Headset είναι:  TheLAB.GR Ευχαριστούμε θερμά την Corsair για την παραχώρηση του δείγματος της δοκιμής Γεώργιος "GriGaS" Ρήγας 10/08/2023
×
×
  • Δημιουργία...

Important Information

Ο ιστότοπος theLab.gr χρησιμοποιεί cookies για να διασφαλίσει την καλύτερη εμπειρία σας κατά την περιήγηση. Μπορείτε να προσαρμόσετε τις ρυθμίσεις των cookies σας , διαφορετικά θα υποθέσουμε ότι είστε εντάξει για να συνεχίσετε.